Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025


 Στεφάνου τοῦ Σαχλήκη στίχοι καὶ ἑρμηνεῖαι

Συγγραφέας: Στέφανος Σαχλίκης
Επιμέλεια Wilhelm Wagner, Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 62—78


ΓΡΑΦΑΙ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΙ
ΚΑΙ
EPMHNEIAI
ΚΥΡΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΤΟΥ ΣΑΧΛΗΚΗ.
Πολλὰ ἐκόπιασʼ εὔκαιρα πολλαῖς φοραῖς διʼ ἐσέναν
νὰ σὲ διατάξω, Φρατζησκὴ, νὰ λείπῃς ἀφτὰ ξένα.
καὶ ὅσα σὲ διάτασσα, πόλλʼ ὀλίγα καταπιάσες,
κι ἀπὸ τὰ λόγια μου ποσῶς τίποτες δὲν ἐπιάσες.
καὶ φαίνεταί μου σπέρνω τα τὰ λόγια μου ʼς τὸν ἄμμον,5
καὶ δίχως ξύλον βούλομαι νὰ πάγω εἰς τὴν Σάμον,
καὶ δωριανὰ κολάζομαι εἰς ὅσα κι ἂν σοῦ λέγω

* * *

πουλιὰ πετόμενα θωρῶ καὶ θέλω νὰ τὰ πιάσω,
καὶ τοῦ Στρομπόλι τὰ βουνὰ σὰν κάμπον νὰ τὰ φτιάσω.

μὲ τὴν ματσούχαν πολεμῶ τὸν ἄνεμον νὰ δείρω,10
κι ἀπὸ τὸν ᾅδην τοὺς νεκροὺς κολάζομαι νὰ γύρω·
τῆς θάλασσας τὰ κύματα θέλω νὰ δεκατίσω,
καὶ τʼ ἄστρη τὰ ἀμέτρητα βιάζομαι νὰ μετρήσω.
τὴν νύκταν θέλω σκοτεινὰ γράμματα νʼ ἀναγνώθω,
κι ἀπὸ τὴν Πόλιν ὡς ἐδῶ τί κάμνουσι νὰ γνώθω·15
καὶ μούλας λέγω „πέτασαι νὰ γύρῃς εἰς τὰ ὕψη“,
καὶ τὸ φεγγάριν τοὐρανοῦ χαμαὶ ʼς τὴν γῆν νὰ κύψῃ.
τὴν θάλασσαν τὴν ἄμετρον ὀρθόνω νὰ γλυκάνῃ,
καὶ λύκου λέγω πρόβατα ποτὲ νὰ μὴ δαγκάνῃ.
δέντρον ῥοζιάριν καὶ κυρτὸν νὰ ʼσιάσω μὲ τὰ λόγια,20
καὶ δίχως σκάλαν βούλομαι νʼ ἀναίβω εἰς τʼ ἀνώγια·
κι ὡσὰν ἐτοῦτα δὲν θωρῶ ποτὲ νὰ συνοδεύσω,
οὕτως οὐδὲν θωρῶ καὶ σὲν ποτὲ νὰ σοῦ παιδεύσω.
λοιπὸν, παιδίν μου, ἔπρεπε νὰ ʼδῶ νὰ σʼ ἀφηγήσω,
εἴ τι κακὸν καὶ ἂν σʼ ἐλθῇ, νὰ μηδὲν τὸ ψηφίσω.25
ἀμμʼ ἐνθυμοῦμαι, Φρατζησκὴ, τὸ πῶς εἶσαι γευμένος
κʼ εἶσαι μεγάλου ἀνθρώπου υἱὸς, ἀκριβοαναθρεμμένος,
κʼ εἶχα μὲ τὸν πατέραν σου πολλὰ καλὴν φιλίαν,
δείπνους καὶ γειώματα πολλὰ, σπλάγχνος καὶ ὁμιλίαν,
καὶ τοῦ πατρός σου ἡ φιλιά φουσκόνει με νὰ κλάψω,30
καὶ σέναν πάλιν διαταγὴν καὶ παίδευσιν νὰ γράψω.
καὶ ἂν τὰ πιάσῃς, Φρατζησκή, τά λόγια τὰ σὲ γράφω,
ξεβάλλεις τὴν ψυχοῦλά σου ἀφʼ τοῦ ἰνφέρνου τὸν τάφον.

ὀμνῶ σʼ, υἱέ μου Φρατζησκὴ, εἰς τὴν θεοῦ τὴν χάριν,
εἰς τὰ σὲ συμβουλεύομαι χαρὰν θέλεις ἐπάρειν·35
εἰ δὲ καὶ ῥίψῃς τα εἰς μεριὰν καὶ νὰ τὰ λησμονήσῃς,
καὶ πάλιν εἰς τὰ πρότερα κακὰ νʼ ἀποκινήσῃς,
ἄλλον ποτʼ ἐκ τὰ χέρια μου ποσῶς οὐ ʼβρίσκεις γράμμαν,
ἀλλʼ οὐδʼ ἀπὸ τὸ στόμα μου λόγον διὰ τέτοιον πρᾶγμαν.
ἤξευρʼ, υἱέ μου Φρατζησκὴ, ὅτι ἂν μὲ γροικήσῃς,40
καὶ τὰ σὲ συμβουλεύομαι θελήσῃς νὰ κρατήσῃς,
θέλεις χαρῆν καὶ τιμηθῆν καὶ ζήσειν καὶ πλουτίσειν,
καὶ τοὺς ἐχθρούς σου ʼς τὸν λαιμὸν θέλεις καταπατήσειν·
κι ὅταν σὲ ʼδοῦν καὶ περπατεῖς μὲ φρόνεσιν καὶ τάξιν,
οἱ φίλοι σου θέλουν χαρῆν κι ὅλοι σου ἐχθροὶ πλαντάξειν·45
εἰ δʼ ἔλθῃ τὸ ʼξανάστροφον, θέλουν χαρῆν οἱ ἐχθροί σου,
κʼ οἱ φίλοι σου ʼξαφήσουν σε, καὶ σὲν τὴν μοῦζαν χρίσουν.
καὶ καθʼ ἡμέρα, Φρατζησκὴ, ἐσὺ θέλεις μανθάνειν
τοὺς πειρασμούς καὶ τὰ κακὰ τὰ ἤθελες πανθάνειν.
λοιπὸν τὰ γράφω ʼς τὸ χαρτὶν, παιδίν μου, ἀνάγνωσέ τα50
ἀνάγνωσε, στοχάσου τα, συχνομελέτησέ τα.
γνώριζʼ, υἱέ μου Φρατζησκὴ, ἂν θέλῃς νὰ προκόψῃς,
περίκοψε τὰ σκοτεινὰ, παιδίν μου, νὰ προκόψῃς·
τῆς νύκτας τὰ γυρίσματα νὰ τʼ ἀπολησμονήσῃς,
καὶ τῆς ἡμέρας τὴν τιμὴν νὰ τὴν ἀποκινήσῃς·55
ἐξάφησʼ τα τὰ σκοτεινά κι ἀγάπα τὴν ἡμέραν,
πᾶσα καλὸς καὶ φρόνιμος νὰ σὲ κρατῇ ἐκ τὴν χέραν.
τὴν νύκταν ὁποῦ περπατεῖ ὡς διὰ κακὸν γυρίζει,

πᾶσα καλὸς τοῦ ὀργίζεται κʼ εἰς μιὰν ἀποχωρίζει.
τὴν νύκτα πόρνοι περπατοῦν καὶ κλέπται καὶ φονίσκοι,60
καὶ τὴν ψυχήν των δίδουσι τοῦ σατανᾶ κανίσκι.
τὴν νύκταν ὁποῦ περπατεῖ, καὶ τὴν ψυχήν του βλάπτει
καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ κορμὶν ὡσὰν κερὶν τὸ κάπτει.
ʼς ταῖς πόρταις παρακάθεται, νʼ ἀνοίξῃ δοκιμάζει·
ἀλλότες ἀτιμάζουν τον κι ἀλλότες ἀτιμάζει,65
κι ἀλλότʼ ἀπʼ ἔξω κατακροῦ, τὴν πόρνην νὰ ʼμιλήσῃ,
κι ἀλλότε ʼμπαίνει κλεφτικὰ καὶ θέλει νὰ φιλήσῃ.
καὶ ʼμπαίνει καὶ πολλαῖς φοραῖς ἐκεῖ ὅπου νὰ πιστέψῃ
ὅτι, ἂν ἐμπῇ καὶ πιάσῃ την, θέλει τὴν δυναστέψειν,
καὶ μερικοὶ ἐπετύχασιν καὶ μερικοὶ ἀστοχήσαν,70
καὶ ʼβάλαν τους ʼς τὴν ἀφεντειὰν, καὶ σύρασιν τὴν πίσσαν.
τὴν νύκταν ὁποῦ περπατεῖ ἄσχημα ῥοῦχα βάνει,
ʼς ταῖς ἀῤῥαμάδαις τῶν πορτῶν τὰ μάτια του νὰ βάνῃ·
τὴν νύκταν ὁποῦ περπατεῖ γυρίζει ἀρματωμένος,
ἢ πᾷ ʼς τοὺς παρακαθισμούς, σὰν ἔναι μαθημένος·75
ἀλλότες τὸν ζυγόνουσι, κι ἀλλότες νὰ ζυγόνῃ,
κι ἀλλότες τὸν πληγόνουσιν, κι ἀλλότες νὰ πληγόνῃ·
πολλοὶ ἐγυρίζαν σκοτεινὰ κʼ ἤλθασιν πληγωμένοι,
ἀμμὲ πολλοὶ εὑρέθησαν τέλεια σκοτωμένοι.
ὁποῦ γυρίζει σκοτεινὰ πολλὰ κακὰ εὑρίσκει,80
καὶ ἀῤῥωστιαῖς καὶ κόλασες, κʼ ὕστερα κλαῖ καὶ πρήσκει·
ταῖς ξέναις πόρταις κατακροῦ, καὶ παραθύριʼ ἀνοίγει.
καὶ τὰ κελλιά τῶν πολιτικών γυρεύγει νὰ διανοίγῃ.
πολλαῖς φοραῖς τῆς πολιτικῆς ὄνομα ξένον λέγει.

τὸν ἔχει πλεὸν ʼς τὰ μάτια της ἐκεῖνον τῆς διαλέγει·85
καὶ ἂν ᾖνʼ κι ἀνοίξῃ του νἀμπῇ ἐγέλασέν την τάχα,
καὶ τάσσει το εἰς ἀνδραγαθιὰν ʼς τὴν παλαιάν του τσουβάχα.
κανεὶς οὐδὲν εὑρίσκεται τὴν νύκταν νὰ γυρίζῃ,
νὰ μηδὲν πάθῃ τίβοτας κι ἄλλον νὰ φοβερίζῃ·
ἢ δέρνουν ἢ σκοτόνουν τον, ἢ νὰ τὸν φυλακίσουν,90
ἢ νὰ τὸν εὕρουν ἀῤῥωστιαῖς νὰ τὸν κατακοιτήσουν.
ὁ πελελὸς ʼς τὰ σκοτεινὰ ἄδηλα νὰ ʼνθυμᾶται,
ἀμμʼ ὅποιος ἔνε φρόνιμος ʼς τὸ στρῶμάν του κοιμᾶται.
ὁποῦ γυρίζει σκοτεινὰ, κρυφὰ τρώγει καὶ πίνει,
τὸν βιόν του ἐξοδιάζει τον, ʼς τὰ κόπρια τὸν ἐχύνει·95
τῆς νύκτας τὰ καμώματα ἡ ἡμέρα ἀναγελᾷ τα,
τῶν πελελῶν τὰ πράγματα, τῶν νεῶν τὰ κοπελάτα.
τραγουδιστάδες περπατοῦν, παιγνιώταις κατακροῦσιν
καὶ συναντοῦνται, χαίρουνται, γελοῦν καὶ τραγουδοῦσιν,
καὶ βάνει ὁ νοῦς τους ὑψηλά, κʼ εἰς ὅσον ὑψηλόνει,100
τόσα καὶ πλειὰ καὶ πλειότερα ἀκόμη χαμηλόνει.
ἀμμὴ καλὸς κι εὐγενικὸς ἐγέρθην ἐκ τὸν δεῖπνον,
ὑπάγει ʼς τὸ κρεββάτιν του νὰ πάρῃ ʼλίγον ὕπνον.
κι ὁποὖνεν μέγας πελελὸς ἀπομακρεὰ χωρίζει,
καὶ ὅταν βρέχῃ καὶ βροντᾷ εἰς τὰ στενὰ γυρίζει.105
ὁποῦ γυρίζει σκοτεινὰ λαχάνει καὶ φονεύγει,
καὶ πιάνουν καὶ φουρκίζουν τον, ἢ ἀπὸ τὴν χώραν φεύγει.
ἡ νύκτα χάνει τὴν τιμὴν κʼ ἡ ʼμέρα τὴν ἐπαίρνει,
κι ὁποῦ γυρίζει σκοτεινὰ μεγάλα παραδέρνει.
καὶ διʼ αὖτο τὸ εἶπεν ὁ Χριστός ʼς τὸ ἅγιον εὐαγγέλιον,110

ὁποῦ γυρίζει σκοτεινὰ εἶνʼ τοῦ δαιμόνου γέλοιον,
οὐδὲν κατέχει ποῦ περνᾷ, δὲν οἶδε ποῦ παγαίνει.
κʼ ἐκ τὸ καλὸν ὁλότελα σκοτίζεται κʼ ἐβγαίνει.
χάνει ψυχὴν καὶ τὸ κορμὶν, καὶ τοῦτο δένε ψόμαν,
κʼ εὑρισκομέν το ʼς τὴν γραφὴν ἐκ τοῦ Χριστοῦ τὸ στόμαν.115
λοιπὸν τὸ πρῶτον λέγω σε, νύκταν μηδὲν γυρίζῃς,
ἂν ἒν καὶ θέλεις τὰ καλὰ νὰ μὴν τʼ ἀποχωρίζῃς.

B'.

Δεύτερον συμβουλεύω σε τὰ ζάρια νὰ μισήσῃς,
καὶ διʼ αὐτὰ τὴν χεῖρά σου ποτὲ νὰ μὴ τὴν σείσῃς.
ὀργίσου των τῶν ἀζαριῶν, ἀπὸ τὸν νοῦν σου ἂς ἔβγουν,120
ὅτι ὁποῦ τʼ ἀγαποῦν αὐτὰ ταῖς ἀτυχιαῖς δουλεύγουν.
δὲν ἔχει νοῦν ὁ ζαριστής, γυρίζει σκοτισμένος,
δὲν ἔχει κρίσιν ἢ τιμὴν, ἀμμʼ ἔνʼ ἐντροπιασμένος.
ἀλλοῦ ἐρημιὰν ἐπεθυμᾷ, ἀλλοῦ θὲ νὰ πτωχάνῃ,
τὰ ξένα ῥοῦχα ʼρέγεται, καὶ τὰ δικά του χάνει.125
ὁ ζαριστής ὀρέγεται πάντα νὰ ζυγανεύγῃ,
καὶ μʼ ἀδικιὰν ʼψηλοκοπᾷ πάντα νὰ μηχανεύγῃ˙
ὁ ζαριστὴς ἀγανακτᾷ, θυμόνεται, μανίζει,
τὴν πίστιν του καὶ τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς ἁγιοὺς ὑβρίζει.
ὁ ζαριστὴς οὐδὲν ψηφᾷ, ἂν ἒν καὶ ὀμόσῃ ψόμαν,130
ὀμνεῖ καὶ πάντʼ ἀφιορκᾷ τὸ δολερόν του στόμαν˙
καὶ ʼπεθυμᾷ κακότυχος μὲ ξένα νὰ πλουτήσῃ,
καὶ κεῖνος ἀπὸ τὴν πτωχειὰν πολλὰ νʼ ἀγανακτήσῃ.

ὅταν δὲν ἔχῃ ὁ ζαριστὴς, τὰ ῥοῦχά του μαχεύγει,
καὶ παίζει τα, καὶ χρειόνεται, κι ἀπὸ τὴν χώραν φεύγει.135
ἀμμή ὅταν κάτσῃ ἄτυχος καὶ παίξῃ τὸ ʼδικόν του,
τὰ ῥοῦχα καὶ δηνέρια του κι ὅλον τὸ σπητικόν του,
δίχως νὰ φᾷ, δίχως νὰ πιῇ, κάθεται χορτασμένος·
μὲ τὴν χολὴν τοῦ παιγνιδιοῦ ἔναι θεραπεμένος,
καὶ ʼμερονύκτιν κάθεται, νᾆπες ὅτι ἒν δεμένος,140
νᾆπες ὅτι ἐκαρφῶσαν τον καὶ στέκει καρφωμένος.
ὅταν κερδέσῃ ὁ ζαριστὴς ʼς τὸν ἄμμον τὰ σκορπίζει,
κι οὐδὲν πιστεύει ὁ ἄτυχος, οὐδὲ ποτέ του ἐλπίζει,
ὅτι τὰ κέρδεσεν γοργόν ἐγρήγορα τά χάνει,
καὶ γίνεται παντέρημος, τέλεια νὰ πτωχάνῃ.145
θέλεις νὰ ʼδῇς τὸν ζαριστὴν ἂν ἒν καὶ ἔχει χρῆσιν,
ἂν ἔχῃ πέρπυρα πολλά, νἄχῃ λογάριν βρύσιν,
τριὰ κομματσούλια κόκκαλα νἄχουν κουκούδια μαῦρα,
τὸν βάνουσιν τὸν ζαριστὴν εἰς τὴν ἱστιὰν καὶ λαῦρα,
κυλεῖ τα κακοῤῥίζικος καὶ δυνατὰ τʼ ἀπώθει,150
καὶ γίνεται παντέρημος καὶ κεῖνος δὲν τὸ γνώθει.
κυλεῖ τά ζάριʼ ὁ ζαριστὴς καὶ ʼδρόνει σὰν νὰ σκάφτῃ,
χάνει ψυχὴν καὶ τὸ κορμὶν καὶ τὰ παιδιά του βλάφτει.
ὅταν κερδαίνῃ ὁ ζαριστὴς πολλοὶ τὸν συντροφιάζουν,
ἀμμὴ ὅταν χάνῃ ἀφίνουν τον, κι οὐδὲν τὸν ἀναμνειάζουν·155
κι ὅταν κερδέσῃ μιὰν φορὰν, χάνει ἀπʼ ὀπίσω δέκα.
καὶ τῶν παιδιῶν του ὀργίζεται καὶ δέρνει τὴν γυναῖκα,
κʼ ἐγδύνεται κακότυχος νʼ ἀναπαυτῆ ʼς τὸ στρῶμαν,
νᾆπες ὅτι ἐστρῶσαν τον ἀγκάθας μὲ τὸ χῶμαν.

ὁ ζαριστής ὀρέγεται νὰ κάτσῃ ʼς τὸ παιγνίδιν,160
τὰ κοκκαλάκια νὰ κυλῇ ʼς τὸ μαλακὸν σανίδιν.
κερδαίνω, χάνω, μοναχὰ ἒν ὅλη του ἡ ὁμιλία,
καὶ φαίνεταί του νόστιμος ἡ τέτοιανα δουλεία.
καὶ καίεται κακότυχος καὶ κεῖνος δὲν τὸ γνώθει,
κι ἀφοῦ τὸν ἐρημάζουσιν ἐτότες μεταγνώθει.165
πολλοὶ ἀπὸ βιὰν τοῦ παιγνιδιοῦ ἐπήγασιν κι ἐκλέψαν,
κʼ εὑρήκασιν καὶ πιάσαν τους, ʼς τὴν φούρκαν τοὺς ἐπέψαν.
θέλεις νὰ ʼδῇς ʼς τὸν ζαριστὴν ἕναν καλὸν σημάδιν;
ὁπῶ ʼναι πλέα μάστορας, ἔνεν καὶ πλεὰ ʼρημάδιν.
κυλεῖ τὰ ζάριʼ ὁ ζαριστὴς καὶ τάβλαις παίζει ὁμάδιν.170
ἐτότες γίνεται πτωχὸς, τέλεια ἐρημάδιν.
ὁ μάστορας ὁ ζαριστὴς θέλει νὰ προφητεύῃ.
καὶ μʼ ἀδικιὰν ψηλοκοπᾷ πάντα νὰ μηχανεύῃ·
ταῖς ἐσοδιαῖς καὶ πραγματειαῖς ὅσαις κι ἂν ἔχῃ τρῷ ταις,
καὶ τὰ παιδιά του πιάνουσιν τῶν Χριστιανῶν ταῖς πόρταις.175
ὁ μάστορας ὁ ζαριστὴς πιστεύγει νὰ εὐγατίσῃ,
καὶ μὲ τὸ κέρδος τὸ κακὸν ἐλπίζει νὰ πλουτήσῃ.
καὶ κεῖνος μὰ τὴν μοῦζάν του, μὰ τὴν κακήν του μοῖραν,
τὰ ῥοῦχά του ʼνεν ἄτσαλα καὶ γέμουσιν τὴν ψεῖραν.
ὁ λογισμὸς του παιγνιδιοῦ ὡσὰν ἐχθρὸς τὸν βιάζει,180
τὸ πρᾶγμαν καὶ τὰ ῥοῦχά του ἄδηλα νʼ ἐξοδιάζῃ,
κι ἀγανακτᾷ τὴν μοῖράν του, καὶ κλαῖ τὸ ῥιζικόν του,
τὸ πῶς ἐκάτσεν ἄτυχος, κι ἐχάσεν τὸ ʼδικόν του.

κι ἀναθυμᾶται ταῖς βουλαῖς ὁποῦ τὸν ἐπτωχάναν,
καὶ λέγει· ἐζυγανεῦγαν με καὶ διʼ αὐτὸ ἐχάνα,185
ἂν εἶχαν ἔλθειν ἕνδεκα ʼς τὴν ἐδικήν μου χέραν,
ἐκέρδαινα τὰ πέρπυρα κʼ εἶχα καλὴν ἡμέραν.
ἑπτά ʼθελα καὶ δώδεκα κʼ ἦλθέν μου τέρνον κι ἄσω,
τὰ ζάρια μοῦ ʼλεγαν κακὸν, κι ἀνάκειται νὰ χάσω·
ἀπὸ δεκάξη τὸ κρατεῖ, ʼς τὴν ὦκαν πανδαλάσω,190
ἔχασα τὰ δηνέρια μου, καὶ πάλιν ἂς γελάσω.
καὶ κεῖνον ὁποῦ ἐκέρδεσε, ἐκεῖνον πάλιν ψέγουν·
οὐδὲν κατέχει ταῖς βουλαῖς τῶν ἀζαριῶν, νὰ λέγουν,
ἀσχημάζει τὴν χέραν του, ῥίκτει τὰ σὰν ʼψημένος,
κι οὐδὲν κατέχει τίβοτας, δὲν ἔνεν μαθημένος.195
καὶ τότε λέγουσιν κι αὐτόν „ἄφες νἀρθῇς κʼ εἰς ἄλλην“,
καὶ κεῖνος ἐγλυκάνθηκε καὶ ἀποκάτω νὰ βάλῃ·
ὅσα κι ἂν μᾶς ἐκέρδεσε διπλὰ τὰ θέλει χάσειν,
ἔρημον νὰ τὸν κάμωμεν, καὶ ὅλα νὰ τʼ ἐξεχάσῃ·
καὶ ναὔρουν πρωτοζαριστὴν καὶ νὰ τὸν ἐμπρεδέσουν,200
νὰ τοὺς ἐβγάλῃ τὸ ταβλὶν κι ἐμπρός του νὰ τὸ θέσουν.
ἐχάσαν τὰ δηνέρια των, ῥοῦχά των ἐμαχεῦσαν,
κι ἀπὸ τὰ ζάριʼ ἐγέρθησαν ἔρημοι καὶ μισεῦσαν·
κι ἂν χάσουν, δὲν παιδεύουνται, θέλουν νὰ ʼκδικαιωθοῦσιν,
καὶ πάλιν νὰ διαγύρουσιν κʼ εἰς τὸ ταβλὶν νἀλθοῦσιν·205
θαῤῥῶντα νὰ κερδήσουσιν ἐχάσαν ὅ,τι εἶχαν,
καὶ εἴτι τοὺς ἀπόμεινεν οὐδὲν ἀξίζει τρίχαν.

ὁ ζαριστὴς καθήμενος διὰ κέρδος ἔχει θάῤῥος,
καὶ κεῖνος ἀπὸ τὴν πτωχειὰν ἔχει μεγάλο βάρος·
τὸ κέρδος ὁποῦ ʼπεθυμᾷ οὐδὲν τὸ ʼπιτυχαίνει,210
καὶ πάντοτε εἰς τὸν χαϊμὸν καθήμενος πτωχαίνει·
πιστεύει νᾆναι φρόνιμος καὶ κεῖνος ἒν βουβάλι,
τὸν νοῦν του καὶ τὸ πρᾶγμάν του ʼς τὰ ζάρια νὰ τὸ βάλῃ.
μὲ τʼ αὔριον, μὲ τὸ σήμερον θαῤῥεῖ γιὰ νὰ πλουτήσῃ,
σπήτια ἀπὸ τὰ ζάρια ποτὲ δὲν θέλει κτίσει,215
ἄμμε ἂν ἔχῃ τίποτες πρᾶγμα νὰ τὸ πουλήσῃ,
τὸ σπήτιν του, τὸ ἔχειν του ὅλον νὰ τὸ ποντίσῃ.
εἶδες τὸ ψάριν πῶς ἁρπᾷ ʼς τὸ πέλαγος τὴν ψίχα,
ἀμμέ τʼ ὀπίσω ῥίκτουν το τʼ ἀγκίστριν μὲ τὴν τρίχα·
ἔτσι τὸ κάμνει ὁ ζαριστὴς ὅταν κερδέσῃ ὀλίγον,220
ὕστερον παίρνει τράχουσα καὶ πόνον μὲ τὸ ῥῖγον.
ὅταν πιστεύῃ ὁ ζαριστὴς καὶ κάτσεν ἐντυμένος,
ἐγέρθηκεν ὁλόγυμνος καὶ παραπονεμένος·
εἰς τὸ παιγνίδιν του θαῤῥεῖ, ʼς τὸν ἄνεμον ἐλπίζει,
κʼ εἰς ταὔκαιρα κʼ εἰς τʼ ἄδηλα τὸ πρᾶγμάν του σκορπίζει,225
καὶ ὥσπου χάνει ἄτυχος, πλεότερα πεισματόνει,
κι ἂν ἀμαχεύσῃ ῥοῦχά του, πλέον δὲν τὰ γλυτώνει.
ὁ ζαριστὴς ἐσμίγεται μὲ σύντροφον, μὲ φίλον,
καὶ νὰ κερδέσῃ ʼπεθυμᾷ καὶ δράσσει σὰν τὸν σκύλον.
εἰδωλολάτρης γίνεται τὰ ζάρια νὰ ἑορτάζῃ,230
καὶ νʼ ἀτιμάζῃ τὸν Θεὸν, τὸν δαίμονα νὰ κράζῃ˙
κι ἂν ἔχῃ κύριν ἢ γονεὸν, ἐχάσε τὴν εὐχή του,

ἐχάσε καὶ τὸ πρᾶγμάν του, χάνει καὶ τὴν ψυχήν του.
Θωρεῖς, υἱέ μου Φρατζησκὴ, τὰ κάμνει τὸ παιγνίδιν
τὰ κοκκαλάκια τὰ μικρὰ ʼς τὸ μαλακὸν σανίδιν.235
λοιπὸν, παιδί μου, ἔπρεπεν νὰ τʼ ἀπολησμονήσῃς,
ἂν θέλῃς τὴν καλὴν ζωὴν νὰ τὴν ἀποκερδήσῃς
ἄφες καὶ ταῖς πολιτικαῖς, μίσησε καὶ τὰ ζάρια,
τῆς νύκτας τὰ γυρίσματα, τὴν πελελὴν ἀγγάρεια.

Γ'.

Τὸ τρίτον συμβουλεύω σε ταῖς πολιτικαῖς νʼ ἀφήσῃς,240
κι ὡς διὰ καμμιὰν πολιτικὴν τίποτες μὴ ψηφήσῃς.
ὅτι τοὺς νεοὺς ᾑ πολιτικαῖς πολλὰ τοὺς ἐμποδίζουν,
τὰ παλληκάρια ἐγδέρνουσι, τοὺς γέροντας μαδίζουν.
ἡ πολιτικὴ ὅταν γροικᾷ καὶ ἔχει νὰ κερδέσῃ,
περιλαμβάνει σε σφικτὰ ὡς διὰ νὰ σʼ ἐμπροδέσῃ.245
κι ἀπήτις φᾷ καὶ γλύψῃ σε, τότʼ ἀποκουντουρίζει,
κι ἄλλον εὑρίσκει νὰ τὸν τρῷ, καὶ σένʼ ἀποχωρίζει.
κʼ εὑρίσκει χίλιαις ἀφορμαῖς μὲ ψόματα καὶ σούραις,
κι ἂν τῆς εἰπῇς διὰ ψωμὶν, λέγει σου διὰ κουλούραις.
εἰς τὴν ἀρχὴν τὴν πολιτικὴν πριχοῦ τὴν ἐγνωρίσουν,250
ὅλοι τὴν ἐξετρέχουσιν ὡς διὰ νὰ τὴν χαρίσουν.
καὶ ὅποιον εὕρῃ πελελὸν κι ἔχει νὰ τὴν χαρίζῃ,
μὲ λόγια καὶ κομπώματα σὰν μύλον τὸν γυρίζει.
ἡ πολιτικὴ, ἂν τὴν δώσουσι, μετὰ χαρᾶς τὰ παίρνει˙
κι ὡς διὰ τὰ δόσιʼ ἡ πολιτικὴ κηλημουντρᾷ καὶ γέρνει,255

χαροκοπᾷ ἡ πολιτικὴ, καὶ δίδει τὸ κορμίν της,
ἐξωπουλεῖ τὰ κάλλη της, καὶ χάνει τὴν τιμήν της·
ποτέ της ἡ πολιτικὴ εἰς ἕνʼ οὐδὲν ἱστέκει,
ἑνὸς σακκούλιν τάσσεται κι ἄλλοῦ γαϊτάνιν πλέκει.
τὸν ἕναν ἀποχαιρετᾷ κι ἄλλον περιλαμβάνει,260
κι ὅποιος τὴν δώσῃ πλεότερα, ἐκεῖνος τὴν λαμβάνει·
τοῦ πρώτου καύχου ἡ πολιτικὴ παίρνει του ὅτι ʼμπορέσῃ,
καὶ τότε σὰν τὸν βαρεθῇ νὰ τὸν ταλαιπωρέσῃ,
ἀγανακτᾷ κι ἀφίνει τον καὶ κάμνει σὰν κατέχει,
ʼς τὴν αὐθεντειὰν θέλει νὰ πᾷ νὰ τὸν ἐκαταλέγχῃ.265
κι ὁπὤδειχνε καὶ ʼγάπαν τον, κʼ εἶχε τὴν λιγομάραν,
ἐμπρὸς ʼς τὸν δούκα προσκυνᾷ μὲ τὴν πολλὴν τρομάραν,
καὶ λέγει τον „Αὐθέντη μου, ἐδυναστεύσασίν με,
νὰ μὲ δικαιώσῃς, διὰ τὸν θεὸν, ὅτι ἐντροπιάσασίν με.“
καὶ κλαῖ πολλὰ κι ἀγανακτᾷ τὸ καταφρόνεμάν της,270
τὴν εὐγενείαν της πονεῖ, πῶς νἄβγῃ τʼ ὄνομάν της.
κι οὐδὲ γενεᾶς ἐντρέπεται νὰ πᾶν ἀποφουμίσῃ,
ὁποῦ ἔζην ἡ πολιτικὴ πάντα μὲ τὸ γαμήσει.
καὶ τἄλεγε πρωτῄτερα ὅλα νὰ τὰ ξεχάσῃ,
κι ἂν ἠμπορῇ τὸν καῦχόν της τέλεια νὰ τὸν χάσῃ,275
ἡ πολιτικὴ ἂς ξεγδικαιωθῇ καὶ ἀπεκεῖ ἂς ʼποθάνῃ,
νὰ βλάψῃ καῦχον δὲν ψηφᾷ ʼς ὅσα κακὰ πανθάνει,
ῥοῦχα, δηνέρια, και φελλοὺς, καὶ ψούνια εἰς τʼ ἀρμάρι.
κι ὅταν εὕρῃ ἀκρόνεον κάμνει τον ἀφορμάρη.

καὶ κεῖνος ὁποῦ ʼρέγεται ὡς διὰ νὰ τὴν πηδήσῃ,280
νικᾶται ὁ κακότυχος νὰ τὴν καλοκαρδίσῃ.
δίδει την ῥοῦχα καὶ φελλοὺς, δηνέρια νὰ ʼξοδιάζῃ,
κλέπτει, καταμυτόνεται, καὶ τὸν ἑαυτόν του βιάζει.
ἡ πολιτικὴ τὸν καῦχόν της καλὰ τὸν ἐξανοίγει,
κι ἂν τὸν εὕρῃ ἀπόνηρον ὡς τὴν τρυγιὰν τὸν πνίγει,285
ὡσὰν ἀνέμην καὶ τροχὸν, σὰν μύλον τὸν γυρίζει,
κι ὥστε νὰ νοιώσῃ πελελὸς ὀλίγον τότʼ ἀξίζει.
ποτέ της ή πολιτικὴ οὐδὲν λέγει ἀλήθεια,
κι ὁ φρόνιμος τὰ λόγια της τάσσει τα παραμύθια·
κι ὁ πελελὸς τοῦ φαίνεται σὰν ζάχαριν καὶ μέλι,290
καὶ κείνη σὰν μαστορευθῇ, βάνει τον ὅπου θέλει.
τυφλόνει καὶ ἐγδέρνει τον, παίζει τον καὶ γελᾷ τον,
δείχνει τον τʼ ἄσπρον κίτρινον, τὸ μαῦρο σκαργελάτον.
γελᾷ τον τὸν παντέρημον ὡσὰν μικρὸν κοπέλιν,
σὰν τὸν ἐποδιάβαζεν ἡ μάννα [του] μὲ παστέλλιν.295
ἡ πολιτικὴ τὸν καῦχόν της ἂν νοιώσῃ κι ἀγαπᾷ την,
καὶ ʼρέγεται καὶ θέλει την, συχνοχαροκοπᾷ την,
εὑρίσκει την καὶ κάθεται σὰν κακοκαρδισμένη,
καὶ κάμνει καὶ τὰ τζένια της σὰν εἶναι μαθημένη.
καὶ κεῖνος λέγει την εἰς μιάν, „ἦντά ʼχεις, συνοδιά μου,300
φῶς μου, ψυχή μου, ὀμμάτια μου, γλυκοπαρηγοριά μου;“
καὶ κείνη τʼ ἀποκρίνεται „ἂς ἔχω τὴν σκουτοῦραν,

ἐσὺ μὲ ξεφανέρωσες καὶ κόλλησέ με σοῦρα·
καὶ μόνον ἐντροπιάσθηκα, γιὰ σὲν καλὸν οὐκ εἶχα,
τόσον ἐκέρδησʼ ἀπὸ σὲν ὅσον νʼ ἀξίζῃ τρίχα.305
κι ἀφʼ ὅτις ἐντροπιάσθηκα καὶ χάθην μετὰ σένα,
κάλλιον νᾆχα ʼξορισθῆν καὶ νᾆχα πᾶν ʼς τὰ ξένα.“
καὶ πάντα μὲ τὴν μάνιταν νὰ κλαῖ, νʼ ἀναστενάζῃ,
τὴν μοῖράν της νʼ ἀγανακτᾷ, τὴν τύχην νʼ ἀτιμάζῃ.
γελᾷ τον ἡ πολιτικὴ τὸν κόπελον τὸν νέον,310
κι ἂν εὕρῃ γέρον πελελὸν, κάμνει τον κοῦρον νέον.
ὅταν σοῦ λέγῃ κούρβα, „ναί“, λέγει σε πάλιν „ὄχι“·
καὶ πιάνει σε ʼς τὰ δίκτυα της, σὰν ψάριν μὲ τʼ ἀπόχι.
ἡ πολιτικὴ ʼψηλὰ θωρεῖ καὶ χαμηλὰ ξαμόνει,
κι ὁπὤβρῃ τὸ πεδέξιον της, μετὰ χαρᾶς συμόνει.315
πολλοὺς γελοῦν ᾑ πολιτικαῖς, ἀμμὲ πολλὰ γελοῦνται,
κι ὅσα καὶ ἂν ἦν μαστόρισσαις, πάλιν τὸν ἄνθον λοῦνται,
ἡ πολιτικὴ τοῦ καύχου της κάμνει μου τὸν τζητζούνια,
κʼ ἡ μάννα της μαλόνει του ὡς διὰ νὰ φέρνῃ ψούνια.
κι ὅταν ἰδῇ τὸν καῦχόν της κάθεται χολιασμένη,320
ὡσὰν θλιμμένη κάθεται καὶ παραπονεμένη·
κι ὁ καῦχός της τὴν ἐρωτᾷ κʼ οὐδὲν ἀπηλογᾶται,
κʼ οὐδὲν τοῦ ἀποκρίνεται εἰς ὅ,τι τῆς δηγᾶται·
ἐξαπορεῖ καὶ λέγει της ὁ φίλος της „ ἦντά ʼχεις;
τὸ κεφαλάκιν σου πονεῖς, ἢ μετὰ μέναν τἄχεις;“325
κι ἀπηλογᾶται μάννα της μὲ τὴν πολλὴν μανίαν,
ὡσὰν μανδάτον θλιβερὸν ἀπὸ τὴν Ῥωμανίαν
„ἄφες την τὴν κακότυχον, μηδὲν τὴν δίδῃς κάψαν,
λέγω τὰ ψούνια τἄφερες ἐκεῖνα τὴν ἐβλάψαν.

δυὸ ʼμέραις ἔχει νηστικὴ καὶ θέλει νʼ ἀποθάνῃ,330
κι ὡς πότε τοῦτο τὸ κακὸ πάντα νὰ τὸ παθάνῃ;
ἐσὺ ἔχεις ὅλα σου σωστὰ, πάντα σου τὰ ʼπεδέξια,
κὶ αὐτὴ [ἔχει] ἄθετα ʼς τὴν τύχην της καὶ νὰ μεγάλʼ ἀδέξια·
κι ὡσὰν μᾶς ἐκατέστησες ὁ θεὸς τὰ σὲ πλερώσῃ,
ὅσον καλὸν μᾶς ἔκαμες διπλοῦ τὰ σὲ τὰ δώσῃ!“335
ὁ νοῦς της τῆς πολιτικῆς εἰς τὸ κακὸ γυρίζει,
ἀγκρίζει κύριν καὶ παιδιὰ κι ἀνδρόγυνα χωρίζει·
καὶ φαίνεταί της νόστιμον σὰν ζάχαριν καὶ μέλι,
ὅταν τελειώσῃ τὸ κακὸ τὸ ʼρέγεται καὶ θέλει.
μετὰ χαρᾶς ἡ πολιτικὴ θέλει κρυφὸν γαμήσει,340
ὡς ὅτε νʼ ἀποδιαντραπῇ, ὥστε νʼ ἀποκινήσῃ.
κι ὅποιος νὰ τὴν κρατῇ κρυφὴν βιάζεται νὰ τὴν παίρνῃ,
ῥοῦχα καὶ μπόταις καὶ φελλοὺς καὶ ψούνια νὰ τὴν φέρνῃ.
καὶ πρὶν νʼ ἀφήσῃ, λέγω, αὐτὸν, ἄλλον γυρεύγει ναὔρῃ,
τὸν ἕνα νἄχῃ σήμερον, τὸν ἄλλον νἄχῃ αὔρι.345
ἡ πολιτικὴ τὸν κόπελον τὸν ἔχει νὰ γελάσῃ,
τὴν ὄψιν καὶ τὴν γνώμην της ὅλην της τὴν ἀλλάσσει,
καὶ ἄλλον παίρνει σπήτιν της ὅλα της νὰ μετέχῃ,
τὸν ἄλλον καὶ κομπόνει τον, ὡσὰν τὸν Μάϊ ποῦ βρέχει.
μηδὲν πιστεύῃς πολιτικὴν κʼ ἔχῃς την μοναχός σου,350
καὶ σύ ʼσαι μόνος καῦχός της, κρατῇς ʼς τὸν ἐμαυτόν σου,
ἀμμʼ ὅταν τὴν φιλῇς ἐσὺ, ἔχει καὶ ἄλλον φίλον·
καὶ λέγει ἐσὲ „τριαντάφυλλον“, καὶ κεῖνον λέγει, „μῆλον“.
ὁποῦ φρονεῖ τῆς πολιτικῆς ὅταν τὴν μαντατέψῃ,
διʼ ἄλλον ἀγαπητικόν ποτὲ μὴ τὴν πιστέψῃ,355
ὅτι ποτʼ ἡ πολιτική οὐκ ἔχει ἐμπιστοσύνη·
τὸν βάλλει εἰς τὰ βρόχια της, ἀλλοὶ τὸ τί τοῦ ʼγίνη!
ὥστε ποῦ τρῷ τὸν ἄνθρωπον, ὥστε ποῦ τὸν ἐγλύφει,

γελᾷ καὶ κολακεύγει τον, ταῖς μούζαις τὸν ἀλείφει.
ἀμμʼ ὅταν ʼδῇ καὶ φύρασε τοῦ ἀνθρώπου τὸ σακκούλι,360
ἡ πολιτική ἂν ἠμπόρεσεν διὰ φόλαν τὸν ἐπούλει.
ἑνὸς ἐπαίρνει πολιτικὴ κι ἀλλοῦ τὰ μεταδίδει,
ἕνα, σοῦ φαίνεται, κρατεῖ κʼ εἰς τοὺς πάντας τὸ δίδει.
― Θωρεῖς, υἱέ μου Φρατζησκὴ, τὰ κάμνουν ᾑ πουτάναις,
τὰ κάμνουν ᾑ πολιτικαῖς μὲ ταῖς πικραῖς των μάνναις·365
πῶς δείχνουσιν καὶ ἀγαποῦν σὰν ἔνι μαθημέναις,
καὶ πῶς ἐπιβουλεύουνται, διατί ἒν ἐντροπιασμέναις.




Inde a versu 336 diversam prorsus sequitur recensionem
codex M, quam emendatam una cum variis lectionibus infra
apposui:
ἀφότις κλάψῃ ἡ πολιτικὴ, γελᾷ, παραδιαβάζει,
τεχνεύεται τὸν καῦχόν της νὰ τὸν ἀποδιαβάζῃ·
τὰ δάκρυα τῆς πολιτικῆς ὡς βρύση καταβαίνουν,
κι ὡσὰν πουλιὰ πετόμενα ἐγλήγορα διαβαίνουν.
κάτεχʼ, υἱέ μου Φρατζησκὴ, ἐδῶ κʼ εἰς ἄλλην χώραν340
ὡς διὰ τοὺς νεοὺς ᾑ πολιτικαῖς ἔνεν μεγάλη ψώρα,
καὶ ὅποιος σμίγεται μʼ αὐταῖς, χρειὰ κάμνει νὰ ψωριάσῃ,
κι ἂν ἔχῃ πράγμαν τίποτες, ὅλον νὰ τὸ ʼξοδιάσῃ.
καὶ μερικοὶ ἰατρεύουνται καὶ περπατοῦν ʼς τὴν χώραν,
καὶ περπατοῦσιν ἄτυχα πάντα καθὴν ἡμέραν·345
καὶ μερικοὶ λεπριάζουσιν καὶ μερικοὶ λωβιάζουν,
κι ἀφτὴν λωβάδα τὴν πολλὴν τὴν νεότην τως διαβάζουν.
τῆς πολιτικῆς ὁ φρόνιμος μὲ βιᾶς τῆς ἐγλυτόνει·
ἀμμʼ ὅταν εὕρῃ πελελὸν, τελείως τὸν σκοτόνει.
καὶ τὸ ἐγνώρισʼ, ἀπʼ ἐμὲν ἔχε παρηγορίαν,350
ἐγνώρισε καὶ κράτει το, νἄχῃς πληροφορίαν.
δὲν ἔνε κάμμια ποτὲ ποῦ νἄχῃ (πάντα) πίστιν.
γύρεψʼ, ἂν εὕρῃς πούποτε, καὶ ʼδῇς καὶ θυμηθῇς την.
κʼ εἰς ἄλλην ἔγραψά σε (το), καὶ πάλιν νὰ σὲ γράψω,

(κι ἂν ᾖναι) χίλιαις φοραῖς, θαῤῥῶ νὰ μὴν σὲ βλάψω.355
ᾑ πολιτικαῖς τὸν κόπελον, παιδίν μου, ἂν τὸν φιλοῦσιν,
πτωχαίνουν κʼ ἐρημάζουν τον, κʼ ὕστερον τὸν γελοῦσιν.
κι ὅταν ἰδῇ καὶ φύρασεν τοῦ ἀνθρώπου τὸ σακκούλιν,
ἡ πολιτική, ἂν ἐμπόρεσεν, διὰ φόλαν τὸν ἐπούλειν.
ἑνὸς ἐπαίρνει ἡ πολιτική, κι ἀλλοῦ τὰ μεταδίδει,360
ἕναν, σοῦ φαίνεται, κρατεῖ, καὶ τῶν παντῶν προδίδει.
Θωρεῖς, υἱέ μου Φρατζησκὴ .......
τί κάμνουσιν ᾑ πολιτικαῖς ᾑ παλαιοκουρεμέναις.
Σαχλήκης ἤμουν Στέφανος, τῶν πολιτικῶν ὁ Χάρος,
καὶ ὅταν εἶχαν τίποτε, σὲ μέναν εἶχαν θάῤῥος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

  Παράτα τα Νικόλας Άσιμος ‧ 1978 Παράτα το σχολειό παράτα αυτό το χάλι Να είσ αφεντικό του εαυτού σου πάλι Παράτα τα θρανία και τ αμφιθέατ...