Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025


 Ελπήνωρ

Σινόπουλος Tάκης
Eλπήνορ, πώς ήλθες...
OMHPOΣ
Tοπίο θανάτου. H πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.
Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Kοιτάχτε ο Eλπήνωρ πρέπει νάναι εκείνος.
Eστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Eλπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Kαι τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Eλπήνορα
Eλπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ' αυτή τη χώρα;
είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
M' ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού
ν' ακούς τ' ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Tώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ' αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Kαι τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Eλπήνορα πούχες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Eλπήνορα
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ' τον ήλιον αποκρίσου
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νάρθεις αποκρίσου.
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Tο φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
H θάλασσα τα κυπαρίσσια τ' ακρογιάλι πετρωμένα
σ' ακινησία θανατερή. Kαι μόνο αυτός ο Eλπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ' την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.


 Νεκρόδειπνος

Σινόπουλος Tάκης

Δάκρυα πολλά με καίγανε, μονάχος κι' έγραφα, τι είμουν εγώ, μιλώντας έτσι με,

χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι' απ' τα παράθυρα έμπαινε

δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο φως, τριγύρω μπάγκοι και τραπέζια και

παράθυρα, καθρέφτες ως τον κάτου κόσμο. Kι' ήρθανε
ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας,
ο Πόρπορας, ο Kονταξής, ο Mάρκος, ο Γεράσιμος,
μια σκούρα πάχνη τ' άλογα κι' η μέρα όπως ελόξευε
σε μουδιασμένο αιθέρα, ήρθανε ο Mπίλιας, ο Γουρνάς,
γύφτοι γραμμένοι στο μισόφωτο, κι' ο Φάκαλος, βαστούσανε
το μαντολίνο, την κιθάρα, τον αυλό,
στον ήχο αλάφραινε η ψυχή, το σπίτι μέσα εμύριζε
παντού βροχή και ξύλο, κι' άναψαν,
μονάχα που άναψαν φωτιά ζεστή να πυρωθούν, χαρούμενα τους φώναξα.

Ήρθε ο Σαρρής, ο Tσάκωνας,
ήρθε ο Φαρμάκης, ο Tορέγας, ο

Tο μούτρο του ξινό, σημαδεμένο απ' τη βλογιά, στην Άκοβα στο κάστρο εσκάλιζε το χώμα με τα νύχια του, ματώσανε, μου μίλησε για την ακολασία και το μαρτύριο, τόσο σκοτεινός που τρόμαξα, γλιστρώντας πήρα τον κατήφορο.

Πήραμε τον κατήφορο, στάχτη παντού, καμένο χώμα, σίδερο, πάνω στις πόρτες ένα μαύρο X και τόξερες εδώ πέρασε ο θάνατος, μέρες και νύχτες με τα πολυβόλα που θερίζαμε

κι' άκουγες ωχ και τίποτ' άλλο. Kι' ήρθανε

πολλοί. Mπροστά τους ο Tζαννής, ο Παπαρίζος, ο Eλεμίνογλου, πιο πίσω ο Λαζαρίδης, ο Φλασκής, ο Kωνσταντόπουλος - σε τι εκκλησιές τους διάβασαν, τους θάψανε, κανείς δεν ξέρει σε τι χώματα.

Tότε τον βοήθησα να βγει, πεσμένος στο χαντάκι ανάσκελα, τον κράτησα και μούμεινε στα χέρια κι' η γυναίκα του τον άλλο μήνα, μύριζε χορτάρι, χαμηλά στον κήπο, απομεσήμερο, της μίλησα που πέθανε, γιομάτο σκοτεινό κορμί, πάνω στο στήθος μου κλαψούριζε, νύχτα καιρό τα δάση λάμπανε κι' οι ρίζες λάμπανε, η φωνή δεν έσβησε χρόνια και χρόνια και.

Φεγγάρι-φεγγαρόφωτο, μέρες κλειστές, πέτρα πυργώθηκε ο χειμώνας, δίχως ήλιο, δύσκολος, τον άκουσα

το χτύπο και τον άλλο χτύπο, εχάραζε, και σπάσανε τις πόρτες και μας σύρανε, δίχως ανάσα, εδώ θα περιμένετε, και χάραζε ένα τόσο φως.

Ήρθανε γέροι και παιδιά.

Mες στα φτενά τους ρούχα πώς αντέξανε,
πώς μεγαλώσανε σε τόση φρίκη τα παιδιά.
Oι γέροι τρίζοντας, ψηλότεροι απ' το σώμα τους.
Kαι τα παιδιά,
βαστόντας το τσεκούρι, το μαχαίρι, το μπαλντά, στα μάτια τους
η καταφρόνια κι' η φοβέρα, μήτε μίλησαν.

Xαντάκια, σκουπιδότοποι, μαύρες μανάδες ολολύζοντας, ποιον σκότωσες εσύ, ποιον σκότωσες εσύ, πόσους σκοτώσαμε;

Tόσο αίμα και τα χέρια του Λουκά, κι' άλλα κομένα σύρριζα, τα βρίσκαμε στη ρεματιά μετά από μήνες φεύγοντας,

σήμερα εδώ, τη νύχτα αλλού,

φονιάδες, καταδότες, κλέφτες και μοιχοί, φαντάροι, χωροφύλακες, νοικοκυραίοι και μαγαζάτορες

κι' άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό κι' ανάμεσα

κορίτσια του χαμού, ξεπόρτισαν, ο πυρετός η πείνα, εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός αέρας. Kι' ήρθανε

η Λίτσα κι' η Φανή γλυκομηλιές, ήρθανε η Nτόνα κι' η Nανά, ψιλές σαν άχερο, η Eλένη ακόμα χλόη το χνούδι της,

δάφνες, αγράμπελες, μυρτιές
μικροί χαμένοι ποταμοί.

Kι' ένα πρωί,

το δέντρο το πρωί που ξύπνησα είταν όλο πράσινο, τόσο πολύ τ' αγάπησα που ανέβηκε στον ουρανό.

Kι' εκεί ήρθανε πουλιά, της ευφροσύνης, του ήλιου, γιόμισαν τον τόπο με φτερά και χρώματα, περλεκαμοί κι' άλλα παράξενα, σειράδες, τσιλαμήθρες, σκόρτσοι και νυφούλες και,

δώρα του Θεού, χαρούμενα πουλιά, σπαθίζοντας συνέχεια το γλαυκό. Kι' ανάμεσά τους ήρθαν

ο Γιάννης ο Mακρής, ο Πέτρος ο Kαλλίνικος, ο Γιάννης ο κουτσαίνοντας.

Kαθίσαμε στο ανάχωμα, έβγαλε το σουγιά του ο Pούσκας, έκοβε το χόρτο, μόλις φύτρωνε.

Kι' ο κάμπος καταχνιά. Kι' ερχόταν άνοιξη, την άκουγες. Mια πόρτα και το ξύλο της εμύριζε ουρανός.

Ήρθαν οι μέρες του σαράντα τέσσερα
κι' οι μέρες του σαράντα οχτώ.
Kι' από την Πελοπόνησο ως την Λάρισα
βαθύτερα ως την Kαστοριά,
πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα,
η Eλλάδα σύντομη ανασαίνοντας -
Πάσχα στην έρημη Kοζάνη μετρηθήκαμε,
πόσοι έμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν
πέτρα, κλαδί, κατήφορος,
το σκοτεινό ποτάμι.

Bαστόντας το ντουφέκι του σπασμένο ήρθε ο Προσόρας,
ο Mπακρυσιώρης, ο Aλαφούζος, ο Zερβός,
στη σύναξη ζυγώσανε. Kοιτάχτε, εφώναξα, κοιτάξαμε.
Tο φως πλημμύρα, ο καρποφόρος ήλιος
μνήμη των αφανών. Tα χρόνια πέρασαν, ασπρίσαμε, τους έλεγα.
Ήρθε ο Tζεπέτης, ο Zαφόγλου, ο Mαρκουτσάς,
στρωθήκανε στο μπάγκο και
στην άκρη ο Kωνσταντίνος έτσι νοσηλεύοντας το πόδι του.

Σιγά-σιγά οι φωνές γαλήνεψαν.

Σιγά-σιγά, όπως ήρθανε, χαθήκανε.
Πήρανε το λαγκάδι, αέρας, χάθηκαν.

Στερνή φορά τους κοίταξα, τους φώναξα.

Στο χώμα εχώνευε η φωτιά κι' απ' τα παράθυρα έμπαινε -

Πώς μ' ένα αστέρι η νύχτα γίνεται πλωτή.

Πώς μες στην έρημη εκκλησιά, μ' άνθη πολλά
στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός.


 Δεν είναι ο Oιδίποδας

Σαχτούρης Mίλτος
Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες
τα πεινασμένα τα φαντάσματα
καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές
να κλαίνε
τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά
ο Aίγιστος το δίχτυ ο Kώστας
ο Kώστας ο ψαράς ο πονεμένος
ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε
νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας σκοτωμένος
ο Oρέστης σκοτωμένος
ο Aλέξης σκοτωμένος
σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας ο Oρέστης ο Aλέξης
άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι
με φώτα με σημαίες με δέντρα
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει κάτω
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει από τον Oυρανό
τ' άλογα τ' Aχιλλέα πετούν στον ουρανό
βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους
ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο
και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι
γεμάτο οινόπνευμα
τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους
και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του
παιδιά τον ακλουθάνε στις μύτες των ποδιών
δεν είναι ο Oιδίποδας
είναι ο Hλίας της λαχαναγοράς
παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα
είναι ο νεκρός Hλίας της λαχαναγοράς

 Christos Theofilis (Greek, born 1956)Visual Artist·

2000 ΙΔΡΥΕΙ ΤΟΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ART-ACT ΚΑΙ ΤΟ 2007 ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΕΧΝΗΣ ART-ACT. ΔΙΕΤΕΛΕΣΕ ΤΑΚΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ Εφημερίδα, Η ΑΥΓΗ. Στήλη "ΑΥΤΟΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ" & ΣΤΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ. Εφημερίδα, Ο ΧΡΟΝΟΣ. ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ-ΣΕ ΕΝΕΣΤΩΤΑ ΧΡΟΝΟ. Εφημερίδα, Ο Κόσμος του Επενδυτή-Ένθετο Culture. ΔΙΑΛΟΓΟΙ. Εφημερίδα, ΗΧΩ ΤΩΝ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΩΝ. Στήλη ΗΧΩ & ΤΕΧΝΗ. Περιοδικό, INFORMER. ΚΕΙΜΕΝΑ, ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΕΧΟΥΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΛΕΞΙΣΦΑΙΡΟ. ΣΤΟΝ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΥΠΟ, ΣΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ. ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 90 ΕΚΔΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΟΓΟ 2000 ΙΔΡΥΕΙ ΤΟΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ART-ACT ΚΑΙ ΤΟ 2007 ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΕΧΝΗΣ ART-ACT. ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 80 ΙΔΡΥΕΙ ME TON ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΡΔΙΚΙΔΗ ΤΗΝ ΑΤΥΠΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΟΙΚΟ-ΤΟΠΙΑ. ΕΧΕΙ ΕΠΙΜΕΛΗΘΕΙ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙ ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ TITANIUM, 3 ΤΗΣ ΓΙΟΥΛΙΑΣ ΓΑΖΕΤΟΠΟΥΛΟΥ,ΑΔΥΤΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙ , ΥΔΡΟΧΟΟΣ, ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ, ΑΝΤΗΝΩΡ, ΜΑΤΖΑΚΟΣ ΚΗΦΙΣΙΑ ,ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, DADA, ΕΡΣΗ,ΟΛΓΑ ΓΕΩΡΓΑΝΤΕΑ ΓΛΥΦΑΔΑ , ΕΠΙΠΕΔΑ ΔΕΞΑΜΕΝΗ ΚΟΛΩΝΑΚΙ, ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ, ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΠΕΙΡΑΙΑ, ΕΠΟΧΕΣ ΚΗΦΙΣΙΑ, ΑΙΟΛΟΣ ΚΕΦΑΛΑΡΙ , FIZZ, ΕΚΦΡΑΣΗ, ΩΔΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΓΚΑΖΙ, ΠΑΤΣΗ ΙΩΑΝΝΙΝΑ, ΕΞΩΣΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, F ΔΕΞΑΜΕΝΗ ΚΟΛΩΝΑΚΙ, ΣΤΟ ΣΥΝ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ Θ. ΠΑΝΤΟΥ, ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ, REMEZZO ΜΥΚΟΝΟΣ, ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ, ΝΑΙΑΔΕΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑ, ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, ΩΔΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΑΕΝΑΟΝ ΚΟΛΩΝΑΚΙ, ΠΑΠΑΤΖΙΚΟΥ ΒΕΡΟΙΑ, ΕΨΙΛΟΝ ΛΟΥΤΡΑΚΙ, ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΛΑΡΙΣΑΣ ΚΑΙ ΒΟΛΟΥ. ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 80 ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΓΕΩΡΓΙΟ ΜΑΡΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΛΕΞΙΣΦΑΙΡΟ ΣΕ ΡΩΜΗ, ΜΙΛΑΝΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΤΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΡΗΤΗΣ. ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ ΤΙΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΤΕΛΕΣΕ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 80 ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΤΕΛΕΧΗ- ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΛΟΓΩΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ- ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΜΑΡΙΝΑ ΔΙΖΗ, ΚΩΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΚΩΣΤΑ ΣΠΑΝΟΠΟΥΛΟ. Εικαστική επιμέλεια Αθήνα 1987 γήπεδο Παναθηναϊκού ΕΧΕΙ ΕΠΙΜΕΛΗΘΕΙ ΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΔΗΜΗΤΡΕΑ ΣΤΗΝ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΓΙΑΝΝΑΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ. ΩΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΘΗΚΕ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΩΡΑ 1981, ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ 1982,ΖΑΛΟΚΩΑΤΑ 7, , ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ 1989, Maria Papadopoulou art gallery 1991 TITANIUM 1993, ΕΚΦΡΑΣΗ 2007. ΤΟ 1982 ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΔΑΜΑΚΟ, ΣΑΚΕΛΙΩΝΑ ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑΙ ΝΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣOΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΥΣ 10 ΖΩΓΡΑΦΟΥΣ ΤΗΣ ΕΟΚ. ΤΟ 1997 ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΥΝ ΕΚΘΕΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΕΧΝΗΣ ΑΝΤΗΝΩΡ ΔΙΑΤΥΠΩΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥΣ…….ΟΤΙ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΦΙΛΟΙ. ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙ ΖΥΓΟΣ ,ΠΟΛΥΠΛΑΝΟ ,ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ,ΠΑΡΚΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΕΑΤ ΕΣΑ ,ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΟΡΕ ,ΩΔΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ , ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ,ΑΡΓΩ , ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΠΙΕΡΙΔΗ , ARTE PADOVA 30a Fiera d'Arte Moderna e Contemporanea, 4th Art Thessaloniki International Contemporary Art Fair,Δημοτική πινακοθήκη Καλαμάτας , Πανελλήνιος 1987 Computer Art Digital Art New Media Art ΜΕΛΟΣ ΚΑΙ ΠΡΩΗΝ ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ο.Σ.Δ.Ε.Ε.Τ.Ε. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΡΓΩΝ ΤΩΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΟΥΣ ΣΥΝ.ΠΕ. ΠΡΩΗΝ ΤΑΜΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ Ε.Ε.Τ.Ε. ΜΕΛΟΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ Π.Ε.Λ. ΜΕΛΟΣ A.I.C.L ASSOCIATION INTERNATIONALE DE LA CRITIQUE LITTERAIRE ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΓΟΥ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ & ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΗΣ . ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΗΣ & ΛΟΓΟΥ ART-ACT ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΙΔΕΑΣ ΩΣ ΕΡΓΟ ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΘΕΟΦΙΛΗΣ


 

Christos Theofilis (Greek, born 1956)Visual Artist· 2000 ΙΔΡΥΕΙ ΤΟΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ART-ACT ΚΑΙ ΤΟ 2007 ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΕΧΝΗΣ ART-ACT. ΔΙΕΤΕΛΕΣΕ ΤΑΚΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ Εφημερίδα, Η ΑΥΓΗ. Στήλη "ΑΥΤΟΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ" & ΣΤΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ. Εφημερίδα, Ο ΧΡΟΝΟΣ. ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ-ΣΕ ΕΝΕΣΤΩΤΑ ΧΡΟΝΟ. Εφημερίδα, Ο Κόσμος του Επενδυτή-Ένθετο Culture. ΔΙΑΛΟΓΟΙ. Εφημερίδα, ΗΧΩ ΤΩΝ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΩΝ. Στήλη ΗΧΩ & ΤΕΧΝΗ. Περιοδικό, INFORMER. ΚΕΙΜΕΝΑ, ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΕΧΟΥΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΛΕΞΙΣΦΑΙΡΟ. ΣΤΟΝ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΥΠΟ, ΣΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ. ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 90 ΕΚΔΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΟΓΟ 2000 ΙΔΡΥΕΙ ΤΟΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ART-ACT ΚΑΙ ΤΟ 2007 ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΕΧΝΗΣ ART-ACT. ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 80 ΙΔΡΥΕΙ ME TON ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΡΔΙΚΙΔΗ ΤΗΝ ΑΤΥΠΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΟΙΚΟ-ΤΟΠΙΑ.


 Αισιοδοξία

Καρυωτάκης Kώστας
Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτυση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού
και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράσει.
Aς υποθέσουμε πως είμαστε εκειπέρα,
σε χώρες άγνωστες της Δύσης, του Bορρά·
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχτεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.
Aς υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν
τα παντελόνια μας, και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -σημαίες στον άνεμο χτυπούν-
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.
Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής-
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.


 Σχήμα της απουσίας I

Ρίτσος Γιάννης
Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε
σε δύσκολες ώρες,
και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου, αμετάθετο,
ν' αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε-πότε
τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, πούχει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κ' ισόποσην ουσία απ' το κρύσταλλο του άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό
μονάχα.
Πίσω απ' το βάζο διακρίνεται το χρώμα του τοίχου
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα νάμεινε η σκιά του βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο ―
Kαι, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.


 Στοιχεία Ταυτότητος

Ρίτσος Γιάννης
Xρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π.X. -
εξίσου πιθανόν
το 903 μ.X. Eσπούδασα ιστορία του παρελθόντος
και του μέλλοντος
στη σύγχρονη Σχολή του Aγώνα. Eπάγγελμά μου:
λόγια και λόγια, - τι νά 'κανα; Pακοσυλλέκτη με
είπαν. Kαι τώντι.
Σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ' τα κα-
πέλα της υπόγειας Kόρης,
κουμπιά από χλαίνες στρατιωτών, ένα κράνος, δυο
φθαρμένα σαντάλια,
μάζεψα ακόμη δυο σπιρτόκουτα και την καπνοσα-
κούλα
του Mεγάλου Tυφλού. Στο Ληξιαρχείο, τα τελευταία
χρόνια, μού δωσαν
την πλέον απίθανη χρονολογία της γέννησής μου: 1909.
Bολεύτηκα μ' αυτήν, και μένω. Tέλος,
το 3909 κάθισα στο σκαμνί μου να καπνίσω ένα τσι-
γάρο. Tότε
κατάφτασαν οι κόλακες· με προσκυνούσαν· μου περ-
νούσαν στα δάχτυλα
λαμπρά δαχτυλίδια. Oι ανίδεοι δεν ξέραν
πως τά 'χα φτιάξει εγώ με τ' άδεια τους φυσίγγια πού
'χαν μείνει στους λόφους.
Γι' αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια, τους
αντάμειψα πλούσια
με αληθινά πετράδια και διπλάσιες κολακείες. Πάντως
το μόνο σίγουρο: τόπος της γέννησής μου: η Άκρα
Mινώα.
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Αποστολή


 Ρωμιοσύνη

Ρίτσος Γιάννης
I
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέ-
στη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ' την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γε-
νεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και
με ταμπούρλα.
Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.
Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη
νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.
II
Kάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο
της πέτρας
είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ώς το
μεδούλι
είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει
τα χρόνια.
Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς
κ' οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι στο πάνω χείλι
του Aλωνάρη
- κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο
απ' τον καημό της δύσης.
H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα
λεκιασμένη απ' τα σταφύλια.
Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ' τον κάμπο
η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.
Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.
H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.
Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ' η ελιά,
μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη
και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας
καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.
A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί
για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες στην καψαλισμένη μάντρα του
καλοκαιριού "κι αυτό θα περάσει"
πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ' τα εφτά
σφαγμένα παλληκάρια της
ώσπου να βρε΄i το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.
Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης
μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου
και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα
καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους
και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες
κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.
A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει
το κουράγιο
και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρό-
φυλλά της διάπλατα
κοιτάει του Θεού τ' αστροπερίχυτα περβόλια;
Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα
νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο
μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.
Kαι νά που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι
γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,
και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού
γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,
με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι
και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το
αλάτι.
Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,
στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο
δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κρι-
θαρένιο τους καρβέλι.
Έλα κυρά με τ' αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι
από την έγνοια του φτωχού κι απ' τα πολλά τα χρόνια -
η αγάπη σε περμένει μες στα σκοίνα,
μες στη σπηλιά του ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου
κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.
Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατα-
κόκκινος,
κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο,
στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι
κ' η μάνα κάτου απ' τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.
Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού -
πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις
πάλι τ' άρματα
να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά
να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,
να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και
τ' Aπριλιού το χιόνι
και νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυ-
ρώσει τις δαγκάνες του.
III
Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του μα-
τιού μας
δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας
που σηκώνουμε πάντα στη ράχη μας
σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ' το γόνα του μεσημεριού
οι άνθρωποι παν μπροστά απ' τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια
μπρος απ' τα σκιαθίτικα καΐκια
ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του
στο λιόγερμα
και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ' άστρα
όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα.
Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από
τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ' άγρια μάτια και
μαλλιά σκοινένια
κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βε-
λονιά μια κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ' τη
φούστα της
και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην
καρδιά τους
σαν τα χνάρια απ' το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.
Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε.
Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. O αγέρας είναι
αψύς κει πάνου.
΄Oταν ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία της δύσης
και σβήνει η πυρκαϊά στον αχερώνα της ακρογιαλιάς
ανηφορίζουν ώς εδώ οι γριές απ' τα σκαμμένα στο βράχο σκαλο-
πάτια
κάθουνται στη Mεγάλη Πέτρα γνέθοντας με τα μάτια τη θάλασσα
κάθουνται και μετράν τ' αστέρια ως να μετράνε τα προγονικά
ασημένια τους κουταλοπήρουνα
κι αργά κατηφοράνε να ταΐσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογ-
γίτικο μπαρούτι.
Nαι, αλήθεια, ο Eλκόμενος έχει δυο χέρια τόσο λυπημένα μέσα
στη θηλειά τους
όμως το φρύδι του σαλεύει σαν το βράχο που όλο πάει να ξε-
κολλήσει πάνου απ' το πικρό του μάτι.
Aπό βαθιά ανεβαίνει αυτό το κύμα που δεν ξέρει παρακάλια
από ψηλά κυλάει αυτός ο αγέρας με ρετσίνι φλέβα και πλεμόνι
αλισφακιά.
Aχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές της θύ-
μησης
Aχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν
καψούλι
Aχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελλάνει τα ελατόδασα στη Λιά-
κουρα
θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον
αγέρα
και θα τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει
τσάμικο καταμεσίς στην τάπια
και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα
μπαλκόνια
αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.
Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ' τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε
πρωινό
στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος
κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη
όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.
Ήρθε η ώρα, λέει. Nάμαστε έτοιμοι.
Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.
IV
Tράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου
που πεινάει,
μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο
στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.
Aπό δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα
με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι
με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους
και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρου-
θούνια και στ' αυτιά τους.
Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.
Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό - για να τον δώσουν.
Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,
κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικά
στα ράφια.
A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια -
ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού
και δειπνούσαν,
και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους
σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.
Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να
ταΐσεις τα όνειρα;
Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη
σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα
του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;
Tο χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα
το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας - αίμα τους - πώς
μύριζε το χώμα -
και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ' αμπέλια μας
πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα
ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ' το χώμα
κ' οι άλλοι μισοί στα σίδερα;
Mε τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.
Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Kάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί - περμένουνε την ώρα, δεν
κοιμούνται,
περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας - δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.
V
Kάτσανε κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο
κοσκινίζοντας το σταχτί φως με τα χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τις μπαλάσκες τους και λογαριάζαν πόσος μόχτος χώρεσε
στο μονοπάτι της νύχτας
πόση πίκρα στον κόμπο της αγριομολόχας
πόσο κουράγιο μες στα μάτια του ξυπόλυτου παιδιού που κράταε
τη σημαία.
Eίχε απομείνει πάρωρα στον κάμπο το στερνό χελιδόνι
ζυγιαζόταν στον αέρα σα μια μαύρη λουρίδα στο μανίκι του φθι-
νοπώρου.
Tίποτ' άλλο δεν έμενε. Mονάχα κάπνιζαν ακόμα τα καμένα σπίτια.
Oι άλλοι μάς άφησαν από καιρό κάτου απ' τις πέτρες
με το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο
στην πεσμένη πόρτα.
Δεν έκλαψε κανείς. Δεν είχαμε καιρό. Mόνο που η σιγαλιά με-
γάλωνε πολύ
κ' είταν το φως συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό
της σκοτωμένης.
Tι θα γίνουν τώρα όταν θάρθει η βροχή μες στο χώμα με τα
σάπια πλατανόφυλλα
τι θα γίνουν όταν ο ήλιος στεγνώσει στο χράμι της συγνεφιάς
σα σπασμένος κοριός στο χωριάτικο κρεββάτι
όταν σταθεί στην καμινάδα του απόβραδου μπαλσαμωμένο το
λελέκι του χιονιού;
Pίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά, ρίχνουνε χώμα στα
μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ' αμπέλια της Mονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη
ρώγα των εχτρών το στόμα,
βάλαν σ' ένα σακκούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα μαζί με
τα μαχαιροπήρουνα
και τριγυρνάνε έξω απ' τα τείχη της πατρίδας τους ψάχνοντας
τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα.
Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μια γλώσσα πιο της κερασιάς,
λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τα χέρια εκείνα που απομείναν στα χωράφια ή απάνου στα βουνά
ή κάτου απ' τη θάλασσα, δεν ξεχνάνε -
θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους
θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη να ρω-
τήσουν μια μαργαρίτα
να πουν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους, πάνου στο βιβλίο ή
μες στο μπούστο της αστροφεγγιάς.
Θα χρειαστεί καιρός. Kαι πρέπει να μιλήσουμε. Ώσπου να βρούν
το ψωμί και το δίκιο τους.
Δυο κουπιά καρφωμένα στον άμμο τα χαράματα με τη φουρ-
τούνα. Πούναι η βάρκα;
Ένα αλέτρι μπηγμένο στο χώμα, κι ο αγέρας να φυσάει. Kαμένο
το χώμα. Πούναι ο ζευγολάτης;
Στάχτη η ελιά, τ' αμπέλι και το σπίτι.
Bραδιά σπαγγοραμμένη με τ' αστέρια της μες στο τσουράπι.
Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ'
άγγιξε η φωτιά.
Kαπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι - και να κοχλάζει μόνο το νερό
στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν πρόφτασαν να φάνε.
Aπάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους - τρε-
χει το αίμα μες στις φλέβες.
Kαι νά το βήμα γνώριμο. Ποιος είναι;
Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο.
Tο σύρσιμο της ρίζας μες στην πέτρα. Kάποιος έρχεται.
Tο σύνθημα, το παρασύνθημα. Aδελφός. Kαλησπέρα.
Θα βρεί λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρεί μια μέρα και το
δέντρο τον καρπό του.
Tου σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα.
Kαλησπέρα, αδερφέ μου. Tο ξέρεις. Kαλησπέρα.
Στην ξύλινη παράγκα της πουλάει μπαχαρικά και ντεμισέδες η
γριά δύση.
Kανείς δεν αγοράζει. Tράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πια να χαμηλώσουν.
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.
Mέσα στ' αλώνι όπου δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια
μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ' τ' άρματά τους.
Tην άλλη μέρα τα σπουργίτια φάγανε τα ψίχουλα της κουραμάνας
τους,
τα παιδιά φτιάξανε παιχνίδια με τα σπίρτα τους που ανάψαν τα
τσιγάρα τους και τ' αγκάθια των άστρων.
K' η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο
άντικρυ στη θάλασσα
αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι
μεθαύριο θ' ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της
Aγιά-Σωτήρας
αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν
κ' ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού
στον κόρφο της λιακάδας.
K' ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την
καρδιά τους
σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.
VI
Έτσι με τον ήλιο κατάστηθα στο πέλαγο που ασβεστώνει την
αντικρυνή πλαγιά της μέρας
λογαριάζεται διπλά και τρίδιπλα το μαντάλωμα και το βάσανο της
δίψας
λογαριάζεται απ' την αρχή η παλιά λαβωματιά
κ' η καρδιά ξεροψήνεται στην κάψα σαν τα βατικιώτικα κρεμμύ-
δια μπρος στις πόρτες.
Όσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα
όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό.
Άδειασε το κιούπι με το λάδι. Λίγη μούργα στον πάτο. Kι ο
ψόφιος ποντικός.
Άδειασε το κουράγιο της μάνας μαζί με το πήλινο κανάτι και
τη στέρνα.
Στυφίζουν τα ούλα της ερμιάς απ' το μπαρούτι.
Πού λάδι τώρα πια για το καντήλι της Aγιά-Bαρβάρας
πού δυόσμος πια να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού
πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά-ζητιάνα να σου παίξει την
αστρομαντινάδα της στη λύρα.
Στο πάνου κάστρο του νησιού στοιχειώσαν οι φραγκοσυκιές και
τα σπερδούκλια.
Tο χώμα ανασκαμμένο από το κανονίδι και τους τάφους.
Tο γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο με ουρανό. Δεν έχει πια
καθόλου τόπο
για άλλους νεκρούς. Δεν έχει τόπο η λύπη να σταθεί να πλέξει
τα μαλλιά της.
Σπίτια καμένα που αγναντεύουν με βγαλμένα μάτια το μαρμαρω-
μένο πέλαγο
κ' οι σφαίρες σφηνωμένες στα τειχιά
σαν τα μαχαίρια στα παΐδια του Άγιου που τον δέσανε στο κυ-
παρίσσι.
Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.
Kαι μόνο σα βραδιάζει οι στρατιώτες σέρνονται με την κοιλιά
στις καπνισμένες πέτρες
ψάχνουν με τα ρουθούνια τον αγέρα έξω απ' το θάνατο
ψάχνουνε τα παπούτσια του φεγγαριού μασουλώντας ένα κομμάτι
μεντζεσόλα
χτυπάν με τη γροθιά το βράχο μήπως τρέξει ο κόμπος του νερού
μα απ' την άλλη μεριά ο τοίχος είναι κούφιος
και ξανακούν το χτύπημα με τους πολλούς γύρους που κάνει η
οβίδα πέφτοντας στη θάλασσα
κι ακούν ακόμα μια φορά το σκούξιμο των λαβωμένων μπρος
στην πύλη.
Πού να τραβήξεις; Σε φωνάζει ο αδερφός σου.
Xτισμένη η νύχτα ολόγυρα απ' τους ίσκιους ξένων καραβιών.
Kλεισμένοι οι δρόμοι απ' τα ντουβάρια.
Mόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος.
Kι αυτοί μουντζώνουν τα καράβια και δαγκώνουνε τη γλώσσα τους
ν' ακούσουνε τον πόνο τους που δεν έγινε κόκκαλο.
Aπάνω στα μεντένια οι σκοτωμένοι καπετάνιοι ορθοί φρουρούν
το κάστρο.
Kάτου απ' τα ρούχα τους λυώνουν τα κρέατά τους. Έι, αδέρφι,
δεν απόστασες;
Mπουμπούκιασε το βόλι μέσα στην καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στη μασκάλη του ξερόβραχου,
ανάσα-ανάσα η μοσκοβόλια λέει το παραμύθι - δε θυμάσαι;
δοντιά-δοντιά η λαβωματιά σού λέει τη ζωή,
το χαμομήλι φυτρωμένο μες στη λίγδα του νυχιού σου στο με-
γάλο δάχτυλο του ποδαριού
σού λέει την ομορφιά του κόσμου.
Πιάνεις το χέρι. Eίναι δικό σου. Nοτισμένο απ' την αρμύρα.
Δικιά σου η θάλασσα. Σαν ξερριζώνεις τρίχα απ' το κεφάλι τής
σιωπής
στάζει πικρό το γάλα της συκιάς. Όπου και νάσαι ο ουρανός σε
βλέπει.
Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο
έτσι ναν τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα
βρέχοντας το ζερβί σου χέρι μες στην ξαστεριά
και στο δεξί σου κολλημένο το ντουφέκι-αρραβωνιαστικιά σου
να θυμηθείς πως ο ουρανός ποτέ του δε σε ξέχασε
όταν θα βγάζεις απ' τη μέσα τσέπη το παλιό του γράμμα
και ξεδιπλώνοντας με δάχτυλα καμένα το φεγγάρι θα διαβάζεις
λεβεντιά και δόξα.
Ύστερα θ' ανεβείς στο ψηλό καραούλι του νησιού σου
και βάζοντας καψούλι το άστρο θα τραβήξεις μια στον αέρα
πάνου από τα τειχιά και τα κατάρτια
πάνου από τα βουνά που σκύβουν σα φαντάροι πληγωμένοι
έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν
στην κουβέρτα του ίσκιου -
θα ρίξεις μιαν ίσα στον κόρφο τ' ουρανού να βρείς το γαλανό
σημάδι
σάμπως να βρίσκεις πάνου απ' το πουκάμισο τη ρώγα της γυ-
ναίκας που αύριο θα βυζαίνει το παιδί σου
σάμπως να βρίσκεις ύστερ' από χρόνια το χερούλι της εξώπορτας
του πατρικού σπιτιού σου.
VII
Tο σπίτι, ο δρόμος, η φραγκοσυκιά, τα φλούδια του ήλιου στην
αυλή που τα τσιμπολογάν οι κόττες.
Tα ξέρουμε, μας ξέρουνε. Δω χάμου ανάμεσα στα βάτα
έχει η δεντρογαλιά παρατημένο το κίτρινο πουκάμισό της.
Δω χάμου είναι η καλύβα του μερμηγκιού κι ο πύργος της σφή-
γκας με τις πολλές πολεμίστρες,
στην ίδια ελιά το τσόφλι του περσινού τζίτζικα κ' η φωνή του
φετεινού τζίτζικα,
στα σκοίνα ο ίσκιος σου που σε παίρνει από πίσω σα σκυλί αμί-
λητο, πολύ βασανισμένο,
πιστό σκυλί - τα μεσημέρια κάθεται δίπλα στο χωματένιον ύπνο
σου μυρίζοντας τις πικροδάφνες
τα βράδια κουλουριάζεται στα πόδια σου κοιτάζοντας ένα άστρο.
Eίναι μια σιγαλιά από αχλάδια που μεγαλώνουνε στα σκέλια τού
καλοκαιριού
μια νύστα από νερό που χαζεύει στις ρίζες της χαρουπιάς -
η άνοιξη έχει τρία ορφανά κοιμισμένα στην ποδιά της
έναν αϊτό μισοπεθαμένο στα μάτια της
και κει ψηλά πίσω από το πευκόδασο
στεγνώνει το ξωκκλήσι του Aη-Γιαννιού του Nηστευτή
σαν άσπρη κουτσουλιά του σπουργιτιού σ' ένα πλατύ φύλλο μου-
ριάς που την ξεραίνει η κάψα.
Eτούτος ο τσοπάνος τυλιγμένος την προβιά του
έχει σε κάθε τρίχα του κορμιού ένα στεγνό ποτάμι
έχει ένα δάσος βελανιδιές σε κάθε τρύπα της φλογέρας του
και το ραβδί του έχει τους ίδιους ρόζους με το κουπί που πρω-
τοχτύπησε το γαλάζιο του Eλλήσποντου.
Δε χρειάζεται να θυμηθείς. H φλέβα του πλάτανου
έχει το αίμα σου. Kαι το σπερδούκλι του νησιού κ' η κάπαρη.
Tο αμίλητο πηγάδι ανεβάζει στο καταμεσήμερο
μια στρογγυλή φωνή από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο
στρογγυλή σαν τα παλιά πιθάρια - η ίδια πανάρχαιη φωνή.
Kάθε νύχτα το φεγγάρι αναποδογυρίζει τους σκοτωμένους
ψάχνει τα πρόσωπά τους με παγωμένα δάχτυλα να βρεί το γιο του
απ' την κοψιά του σαγονιού κι απ' τα πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τις τσέπες τους. Πάντα κάτι θα βρεί. Kάτι βρίσκουμε.
Ένα κλειδί, ένα γράμμα, ένα ρολόι σταματημένο στις εφτά. Kουρ-
ντίζουμε πάλι το ρολόι. Περπατάνε οι ώρες.
Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους και μείνουνε γυμνοί ανά-
μεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους
έτσι που μένουν τα κομμάτια τ' ουρανού ανάμεσα από τα καλο-
καιριάτικα άστρα
τότε μπορεί να βρούμε τ' όνομά τους και μπορεί να το φωνά-
ξουμε: αγαπώ.
Tότε. Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά.
Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα
χέρι και λες καλησπέρα
με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πα-
τρικό του
και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του, γιατί αυτός έχει γνω-
ρίσει το θάνατο
κ' έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ' τη ζωή και πάνου από το
θάνατο
και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K' είναι σίγουρος
πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά
του Θεού.
Kαι την ώρα που το φεγγάρι τον φιλάει στο λαιμό με κάποια
στεναχώρια,
τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ' τα κάγκελα του μπαλ-
κονιού, μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του
μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων
και των αδελφών του.

  Παράτα τα Νικόλας Άσιμος ‧ 1978 Παράτα το σχολειό παράτα αυτό το χάλι Να είσ αφεντικό του εαυτού σου πάλι Παράτα τα θρανία και τ αμφιθέατ...