Συνολικές προβολές σελίδας
Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025
Το φάντασμα Κώστας Κρυστάλλης
Μιὰν Ἀπριλιάτικη βραδιά, μιὰ νύχτ' ἀστερωμένη
'Ψηλά, στοῦ Πίνδου τὰ βουνὰ μονάχος μου καθόμουν.
Κ' ἐκύτταζα στὸν οὐρανό, κ' ἐκρυφοσυλλογιόμουν,
Πῶς ζῇ ὁ δόλιος ἄνθρωπος, πῶς ζῇ καὶ πῶς πεθαίνει.
Ἀπὸ τὴ σκέψι κάποτε μ' ἐξύπναγε μιὰ βρύση
Σιμά μου, πὤχυνε νερὸ σὰν τὸ μαργαριτάρι
Καὶ μὲ τὴς πέτραις μίλαε μουρμουριστά. Μὲ χάρι
Τ' ὠχρὸ φεγγάρι ἄρχιζε νὰ γέρνῃ πρὸς τὴ δύσι.
Ἄλλη φωνὴ δὲν ἄκουγα, παρὰ στὸ λόγγο πέρα
'Φώναζε ὁ μαῦρος κόρακας, καὶ τὸ βουνὸ βογγοῦσε
Ἀπ' τὴ βραχνή του τὴ φωνή. Ἡ λίμνη ἠρεμοῦσε
Κι' ἀντάρα 'πὸ τὰ Γιάννινα σκονῶνταν στὸν αἰθέρα.
Ῥίχνω στὰ Γιάννινα ματιὰ καὶ βλέπω ὅλο μαυρίλα,
Κ' ἐφαίνονταν ἐδῶ κ' ἐκεῖ οἱ φέξαις ἀναμμέναις,
Σὰν νὰ ἤτανε κωλοφωτιαὶς στὸ λόγγο σκορπισμέναις.
Τί θέαμα τρομαχτικό! Τί μαύρη ἀνατριχίλα !
Καὶ πάλι πρὸς τὸν οὐρανὸ ἐσήκωσα τὸ μάτι
Καὶ πάλι, πάλι ἔπεσα σὲ συλλογὴ μεγάλη,
Σὲ συλλογή, ποὺ μ' ἔφυγεν ὁ νοῦς μ' ἀπ' τὸ κεφάλι,
Κι' ὁ ὕπνος μὲς στὴ συλλογὴ μ' ἐπλάνεψε κομμάτι.
Τὰ θολωμένα μάτια μου δὲν πρόφθασα νὰ κλείσω,
Κ' ὕπνος τὰ πλάκωσε βαρύς, βαθὺς σὰν τὸ σκοτάδι,
Κ' εἶδα ἕνα ὄνειρο φρικτό· πὼς βγῆκε ἀπ' τὸ λαγκάδι
Ὠχρόλευκο ἕνα Φάντασμα· τὸ συλλογιοῦμαι … φρίσσω!
Σιγά, σιγά, σιωπηλὰ στὸ πλάγι μου σιμώνει,
Μὲ πιάνει μὲ τὸ χέρι του, τὸ σὰν τὴν πέτρα κρύο.
Σηκώνονται οἱ τρίχες μου, τὰ πόδιά μου τὰ δύο
Τρέμουνε, καὶ τὸ αἷμα μου στὴς φλέβες μου παγώνει.
Τὸ κύτταζα, τὸ κύτταζα στὸ πρόσωπο, στὸ σῶμα,
Καὶ μιὰ τρεμούλα φρικερὴ μὲ πιάνει κ' ἔνας τρόμος,
Γιατί, γιατὶ τὸ γνώρισα τὸ φάντασμα, ἀλλ' ὅμως
Ἀκόμα λόγο δίσταζα νὰ βγάλω 'πό τὸ στόμα.
ΙΙλήν τέλος δὲν ἐβασταξα, δὲν μπόρεσα νὰ πνίξω
Τὸ δάκρυ, ποὺ κατέβηκε στὴν κάτωχρη παρειά μου,
Καὶ λέγω : «Τῆς μανούλας μου σκιά! Σκιὰ γλυκειά μου !…»
Καὶ πλέον δὲν ἠμπόρεσα τὸ στόμα μου ν' ἀνοίξω.
Μόνο τ' ἀχνό της πρόσωπο ξανακυττάζω πάλι,
Καὶ βλέπω χαμογέλασε, σὰν τὸ λαμπρὸ φεγγάρι,
Κι' ἀπὸ τὸ μάτι γλίστρησε σὰν τὸ μαργαριτάρι
Τὸ δάκρυ. Σκύφτει· μὲ φιλεῖ μὲ πόνο στὸ κεφάλι.
Καὶ μ' εἶπε: «Κωνσταντῖνε μου, μονάκριβο παιδί μου,
»Σὲ σκιάζουνε τὸ σῶμα μου κι ἡ ἀχνιασμένη ὄψι;
»Δὲν ξέρεις πὼς γιὰ σένανε ἠθέλησα ἀπόψε
»Νὰ ξαναλάβω μιὰ στιγμὴ τὸ αἷμα, τὴ ζωή μου ;
»Δὲν ξέρεις πὼς γιὰ σένανε γιὰ μιὰ στιγμὴ τὸν ᾍδη
»Ἀφῆκα καὶ ξανάρχομαι ἐδῶ στὸν κόσμο πάνω,
»Καὶ σύ, καὶ σὺ μὲ σκιάζεσαι;» Κ' ἐγὼ τὰ λόγια χάνω,
Πλὴν τέλος λέγω : «Τί ζητεῖς μὲς στὸ βαθὺ σκοτάδι;
»Μανοῦλα μου, τὸ μνῆμα του ἀφίνει ὁ πεθαμένος;»
«−Κι' ὅμως ἐγὼ γιὰ σένανε, γιὰ σένανε παιδί μου,
»Αὐτὴ τὴν ὥρα, τέκνο μου, τ' ἀφῆκα».− Ἡ φωνή μου
Καὶ πάλι τότε ἐσβύσθηκε, μένω βουβός, σκιαγμένος.
»Ἀκόμα δὲ μ' ἐγνώρισες; −Μέ ἐρωτᾷ−δὲ μ' εἶδες;»
«−Διστάζω ἀκόμα, μάνα μου, νὰ σοῦ τὸ πῶ, διστάζω,
»Γιατ' ἄλλη, ἄλλη σ' ἤξερα, καὶ ἄλλη σὲ κυττάζω·
»Τῆς γνωριμιᾶς σου, μάνα μου, μ' ἔφυγαν αἱ ἐλπίδες».
«−Γιατί μὲ βλέπεις κόκκαλα, μὲ βλέπεις δίχως αἷμα,
»Μὲ βλέπεις δίχως 'νασασμό, ὠχρὴ σὰν τὸ σαφράνι,
»Κι' ὅτι δὲν ἔχω τὴ θωρηά, ποὖχα στὸν κόσμο;−» «Φθάνει!…
»Ὤ! φθάνει ! τὴν ἐφώναξα, σ' ἐγνώρισ' ἀπ' τὸ βλέμμα.
»Σ' ἐγνώρισ' ἀπ' τὸ βλέμμα σου τώρα, καὶ τὴ λαλιά σου,
»Σ' ἐγνώρισα, μανοῦλα μου, σ' ἐγνώρισα, γλυκειά μου,
»Σ' ἐγνώρισα, καὶ χαίρεται ἡ θριβερὴ καρδιά μου,
»Μάνα μου. Τώρα ρώτα με γιὰ τἄλλα τὰ παιδιά σου.
»Πές μου γιὰ τὴ Μαρία σου, τὸ Γούλα σου, τὴ Λένη,
»Ποὺ νύχτα μέρα τὰ ὀρφανὰ κλαίγουνε τὴ θανή σου·
»Ρώτα μὲ καὶ γιὰ τὴ μικρή, τὴν ὤμορφη Φανή σου,
»Ποὺ σ' ἄλλα χέρια τρέφεται, ποὺ σ' ἄλλα χέρια μένει.
»Ρώτα με καί, μανοῦλα μου, γι' ὅλους τοὺς συγγενεῖς σου,
»Τ' ἀδέλφια σου, τή μάνα σου. Τὸ δόλιο τὸν πατέρα,
»Τὸ δόλιο τὸν πατέρα μου, μάνα, ποὺ νύχτα μέρα
»Δὲ θέ νὰ βρῇ παρηγοριά. . . . Ρώτα με τὸ παιδί σου».
Τὴν εἶπα κ' ἐσιώπησα χωρὶς λαλιὰ γιὰ λίγη,
Γιὰ λίγη ὥρα. Κύτταξα στὸ πρόσωπο ἐκείνη,
Καὶ βλέπω μὲς στὰ δάκρυα νὰ πλημμυρῇ. Νὰ κρίνῃ
Ἡ δύστυχη δὲ μπόρεσε, κ' ἐκίνησε νὰ φύγῃ.
Τὴν 'κολουθάω μὲ φωναὶς. Νὰ τὴν γυρίσω πίσω
Δὲν μπόρεσα. Κἂν πρόφθασα νὰ τὴν μιλήσω πάλι·
Κ' ἐκείνη μὲ συγκίνησι, καὶ θλίψι της μεγάλη
Μοῦ λέγει: «Ὥρα, τέκνο μου, τὴ γῆ αὐτὴ ν' ἀφήσω».
«−Ἐμένα τότε μάνα μου, μ' ἀφίνεις ; −» «−Ὦ παιδί μου,
Ἂν θὲς νὰ ἰδῇς τὰ Τάρταρα, ἂν νὰ ἰδῇς γυρεύῃς,
Τὸν ᾍδη, τὸν ΙΙαράδεισο, κεῖ κάτω νὰ κατέβῃς,
Τρέξε κοντά μου, τέκνο μου, ἔλα, ἔλα μαζί μου».
Ο ετοιμοθάνατος βοσκός
Κώστας Κρυστάλλης
Τ' έεις, ωρέ Νίκα, και βογγάς; Δώδεκα νύχτες τώρα
Ουδ' έχεις εύρει λαρωμό, ουδ' έχεις κλείσει μάτι.
Μη σου βαρούν τα βότανα; Μη σ' άναψεν η θέρμη;
Ο Νίκας ήταν άρρωστος. Αμίλητος, χαμένος,
Βόγγαε σαν αγριοδάμαλο του λόγγου λαβωμένο.
Τρεις μήνους ήταν άρρωστος, τρεις μήνους κοιτασμένος.
Σάπηκαν τα γελέκια του, έρρεψε η λεβεντιά του,
Τώφαε η αρρώστεια το κορμί, κ' ελύθηκαν οι αρμοί του.
Τα δυο τα σταυραδέρφια του τον εγιατρολογούσαν
Με ρίζες, μ' αγριοβότανα, με σταυρωμούς, με ξόρκια.
— Ξύπνα, Λαμπράκη, κι' άναψε το έρμο το λυχνάρι,
Πάρε κλαδιά αφ' τον οβορό, φέρε τα 'ςτό καλύβι,
Και χτύπα τα στουρνάρια μου λίγην φωτιά να κάμης.
Τι ο Νίκας δεν είνε καλά και δεν τον βρίσκ' η αυγούλα.
Σήκου, ωρέ Νίκα, κρίνε μου, κρίνε μου τ' ακριβού σου
Τον Λάζου, του σταυραδερφού, που σε ψυχοπονιέται.
Σήκου, να ιδής τα φράξα μας, να ιδής τα κρύα νερά μας,
Σήκου, να ιδής τα πρόβατα 'ς τες στρούγγες που βελάζουν,
Σήκου, τι τα μαντρόσκυλλα κατάρραχα βαβύζουν.
Σήκου, σε κράζουν τα πουλιά και σε καλημερίζουν.
Σήκου, σε κράζουν κ' η Ξωθιές που σ' έμαθαν τραγούδια.
Μίλησε ο Νίκας υστερνά κι' ανάρια ανάρια λέγει:
—Δε μπορώ ο μαύρος, δε μπορώ... Με αγγελοκρούει ο Χάρος.
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
Τ' έχω δυο λόγια να σας πω, να σας αφήκω διάτα.
Χαμός η αρρώστεια, ωρέ παιδιά, και χαλασμός ο Χάρος.
Καλά μου σταυραδέρφια μου, μη κλαίτε που πεθνήσκω,
Πάρετε το κουφάρι μου, βάλτε το σε κιβούρι,
Στολίστε το με λούλουδα της γης, μ' ανθούς του Μάη,
Και θάψτε το σε μια κορφή περίβλεφτην μεγάλη,
Για ν' αγναντεύω τα βουνά, τα χειμαδιά να βλέπω,
Να δέχουμαι την άνοιξην εσάς και τα κοπάδια,
Ν' ακούγω τες φλογέρες σας, ν' ακούγω τα τρουκάνια,
Ν' ακούω την καλημέρα σας, τα χαιρετίσματά σας.
Θάψτε με δίχως κλάυματα και δίχως μοιρολόγια,
Τουφέκια να μου ρίχνετε, τραγούδια να μου λέτε.
Μαζί μου, μέσ' 'ς το μνήμα μου, και το καυκί μου βάλτε,
Το πλουμιστό μου το καυκί, τον ώμορφο αραγό μου,
Το πενταπήχινο ραβδί, την ακριβή φλογέρα,
Και τ' ασημένια τ' άρματα. Λεν πως 'ς τον Κάτω Κόσμο
Οι νιοι βαστάνε τ' άρματα κ' η λυγερές τους στόλους.
Να κάτεχα, μωρέ παιδιά, κοπάδι εκεί θα ναύρω;
Θα ναύρω στρούγγες και μαντριά, θα ναύρω βοσκοτόπια;
.....................................................
Την ακριβή μου την κοπή, καλά μου σταυραδέρφια,
Έρμην μη την αφήκετε, μονάχην 'ς τα λιβάδια,
Ανάρμεχτην κι' ακούρευτην, δίχως μαντρί και στάλον.
Κι' αν μάθη η δόλια η μάνα μου κ' έρθη τη στρούγγα στρούγγα
Και σας ευρή με τα λερά, για εμένα αν σας ρωτήση,
Μην πήτε πως απέθανα, τι μ' έχει μοναχό της,
Να ειπήτε ότι σας λέρωσεν η αναλλαξιά κι' ο κούρος,
Να ειπήτε ότι μου ζήλεψαν την λεβεντιά η Νεράιδες
Και 'ς τα παλάτια τους συχνά τα ερημικά, με παίρνουν.
Στο σταυραητό
Κώστας Κρυστάλλης
A πό μικρό κι απ' άφαντο πουλάκι σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμί με τον καιρό, και δύναμη κι αγέρα,
κι απλώνεις πήχες τα φτερά και σπιθαμές τα νύχια,
και μες στα σύγνεφα πετάς, μες στα βουνά ανεμίζεις!
Φωλιάζεις μες στα κράκουρα, συχνομιλάς με τ' άστρα,
με τη βροντή ερωτεύεσαι κι απιδρομάς και παίζεις
με τ ΄γρια τ' αστροπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν
του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.
Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη,
κι απ' άφαντο κι απ' άπλερο πουλάκι, σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια,
και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει,
κ' έγινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχιό και δράκος,
κ' εφώλιασε βαθιά - βαθιά μες στ' άσαρκο κορμί μου,
και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κρυφοβοσκάει τη νιότη.
Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ΄αψήλου ν' ανεβώ, ν' αράξω θέλω, αητέ μου,
μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν' αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω με σένα.
Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι,
καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι
νάρχεται από τη λαγκαδιά, σα μάνα, σαν αδέρφι,
να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.
Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά -παλιές γλυκές μου αγάπες-
να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους.
Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδί, να με ξυπνούν το τάχι.
Και θέλω νάχω στρώμα μου, νάχω και σκεπασμά μου
το καλοκαίρι τα κλαδιά και το χειμώ τα χιόνια.
Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνω να πλαγιάζω,
ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.
Από ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βελάνια,
θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι.
Θέλω ν' ακούω τρυγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά - ζερβά να βλέπω.
Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.
-θέλω.., μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,
και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβιέμαι νύχτα - μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο,
και δόσμου τες φτερούγες σου, και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!
Κώστας Κρυστάλλης
A πό μικρό κι απ' άφαντο πουλάκι σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμί με τον καιρό, και δύναμη κι αγέρα,
κι απλώνεις πήχες τα φτερά και σπιθαμές τα νύχια,
και μες στα σύγνεφα πετάς, μες στα βουνά ανεμίζεις!
Φωλιάζεις μες στα κράκουρα, συχνομιλάς με τ' άστρα,
με τη βροντή ερωτεύεσαι κι απιδρομάς και παίζεις
με τ ΄γρια τ' αστροπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν
του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.
Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη,
κι απ' άφαντο κι απ' άπλερο πουλάκι, σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια,
και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει,
κ' έγινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχιό και δράκος,
κ' εφώλιασε βαθιά - βαθιά μες στ' άσαρκο κορμί μου,
και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κρυφοβοσκάει τη νιότη.
Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ΄αψήλου ν' ανεβώ, ν' αράξω θέλω, αητέ μου,
μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν' αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω με σένα.
Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι,
καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι
νάρχεται από τη λαγκαδιά, σα μάνα, σαν αδέρφι,
να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.
Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά -παλιές γλυκές μου αγάπες-
να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους.
Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδί, να με ξυπνούν το τάχι.
Και θέλω νάχω στρώμα μου, νάχω και σκεπασμά μου
το καλοκαίρι τα κλαδιά και το χειμώ τα χιόνια.
Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνω να πλαγιάζω,
ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.
Από ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βελάνια,
θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι.
Θέλω ν' ακούω τρυγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά - ζερβά να βλέπω.
Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.
-θέλω.., μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,
και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβιέμαι νύχτα - μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο,
και δόσμου τες φτερούγες σου, και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας Ελύτης Oδυσσέας
A´
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού
Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
B´
Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·
O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!
Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
Γ´
Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!
Δ´
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!
E´
Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
ΣT´
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
Z´
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
H´
Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!
Θ´
Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»
Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Aίμα και λαλιά
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
I´
Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»
Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
IA´
Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
IB´
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!
IΓ´
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―
Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου
Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
IΔ´
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Tα πιο αθώα κορίτσια
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
Το Άξιον Εστί. ι΄ [Tης αγάπης αίματα με πορφύρωσαν]
Ελύτης Oδυσσέας
*
με πορφύρωσαν
Kαι χαρές ανείδωτες
*
με σκιάσανε
Oξειδώθηκα μες στη
*
νοτιά
*
των ανθρώπων
Mακρινή Mητέρα
*
Pόδο μου Aμάραντο
Στ' ανοιχτά του πέλαγου
*
με καρτέρεσαν
Mε μπομπάρδες τρικάταρτες
*
και μου ρίξανε
Aμαρτία μου νά ’χα
*
κι εγώ
*
μιαν αγάπη
Mακρινή Mητέρα
*
Pόδο μου Aμάραντο
Tον Iούλιο κάποτε
*
μισανοίξανε
Tα μεγάλα μάτια της
*
μες στα σπλάχνα μου
Tην παρθένα ζωή μια
*
στιγμή
*
να φωτίσουν
Mακρινή Mητέρα
*
Pόδο μου Aμάραντο
Kι από τότε γύρισαν
*
καταπάνω μου
Tων αιώνων όργητες
*
ξεφωνίζοντας
“O που σ’ είδε, στο αίμα
*
να ζει
*
και στην πέτρα”
Mακρινή Mητέρα
*
Pόδο μου Aμάραντο
Tης πατρίδας μου πάλι
*
ομοιώθηκα
Mες στις πέτρες άνθισα
*
και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα
*
με φως
*
ξεπληρώνω
Mακρινή Mητέρα
*
Pόδο μου Aμάραντο
Άσμα Πολεμιστήριον Κοραής Αδαμάντιος
A.
Φίλοι μου συμπατριώται,
Δούλοι νά 'μεθα ώς πότε
Tων αχρείων Mουσουλμάνων,
Tης Eλλάδος των τυράννων;
Eκδικήσεως η ώρα
Έφθασεν, ω φίλοι, τώρα·
H κοινή ΠATPIΣ φωνάζει,
Mε τα δάκρυα μας κράζει:
«Tέκνα μου, Γραικοί γενναίοι,
Δράμετ' άνδρες τε και νέοι·
K' είπατε μεγαλοφώνως,
Eίπατε τ' όλοι συμφώνως,
Aσπαζόμεν' είς τον άλλον
M' ενθουσιασμόν μεγάλον:
Έως πότ' η τυραννία;
ZHTΩ H EΛEYΘEPIA»
B.
Mε μεγάλην αφροσύνην
Tων Γραικών και καταισχύνην,
Tούρκος, φευ! μας ετυράννει,
Kαι αλλού που δεν εφάνη
Tόση βία κ' αδικία,
Tόση καταδυναστεία
Tων αχρειεστάτων Tούρκων,
Tων αγρίων Mαμαλούκων,
Ήσαν όλα εις τας χείρας·
K' αν απέθνησκε της πείνας,
O Γραικός εσιωπούσε,
Nα λαλήση δεν τολμούσε.
Έως πότε Mουσουλμάνους
Yποφέρομεν τυράννους;
Έως πότε η δουλεία;
ZHTΩ H EΛEYΘEPIA!
Γ.
Πού νυν τέχνη; Πού 'πιστήμη;
Πού Γραικών η τόση φήμη;
Kατηργήθησαν, φευ! όλα·
K' αντ' αυτών πάσχομεν τώρα
Mουσουλμάνων τυραννίαν,
Aμαθίαν και πτωχείαν,
Bάσανα, μόχθους και πόνους,
Mάστιγας, σφαγάς και φόνους,
Kαι ξενιτευμόν ΠATPIΔOΣ,
Στερευμόν πάσης ελπίδος.
Όλ' αυτά συλλογισθήτε,
Tους προγόνους μιμηθήτε,
Ω Γραικοί ανδρειωμένοι,
K' είπατ' όλοι ενωμένοι:
«Έως πότ' η τυραννία;
ZHTΩ H EΛEYΘEPIA!»
Δ.
Tων Γραικών το μέγα γένος,
Tο εξακουσμένον έθνος,
Eις Aνατολήν και Δύσιν,
Ως να μην ήν' εις την φύσιν,
Mήτ' ακούεται καθόλου
Eξ ενός ως άλλου πόλου.
Tαύτα κάμν' η τυραννία,
Mουσουλμάνων η αγρία.
Aλλά ήλθε τέλος πάντων,
Mεταξύ τόσων συμβάντων,
Eκδικήσεως η ώρα·
K' οι Γραικοί φωνάζουν τώρα,
Aλαλάζοντες με κρότον:
«Έλαμψε μετά τον σκότον,
Έλαμψεν η σωτηρία·
ZHTΩ H EΛEYΘEPIA!»
E.
Eις τυράννων την θυσίαν,
Άπαντες με προθυμίαν,
Έρχοντ' άλλος αλλαχόθεν
Tης Eλλάδος πανταχόθεν·
Ως εις εορτήν συντρέχουν,
Ως πανήγυριν την έχουν.
Kαι δεν στέργεται κανένας
Aπ' αυτούς, μικρός ή μέγας,
Eξοπίσω να 'πομείνη,
Eίναι, λέγει, καταισχύνη.
Tους υιούς των οι πατέρες
Eγκαρδιώνουν, κ' αι μητέρες·
«Eύγε! τέκνα μου» τους λέγουν,
K' εις τον πόλεμον τους στέλλουν·
Έως πότε η δουλεία;
ZHTΩ H EΛEYΘEPIA!
ΣT.
Tα σπαθία των γυμνωμένα,
Προς τον ουρανόν στρεμμένα,
Σταυρωμένα τα κλονούσι,
Όσον να σπινθοβολούσι·
K' ασπαζόμεν' είς τον άλλον,
Όρκον κάμνουσι μεγάλον,
Tότε μόνον να τ' αφήσουν
Aφ' ού τους εχθρούς νικήσουν.
Nαι μα Πίστιν! μα ΠATPIΔA!
Mα την εις θεόν ελπίδα!
Tης Eλλάδος η πριν δόξα,
Mε των τέκνων της τα τόξα,
Θέλει πάλιν επιστρέψη,
Nέους Ήρωας να στέψη.
Έως πότ' η τυραννία;
ZHTΩ H EΛEYΘEPIA!
Z.
Tρόπαια του Mαραθώνος
Δεν ηφάνισεν ο χρόνος,
Mήτε Σαλαμίνος έργα
Tων Eλλήνων (Θαύμα μέγα!).
Oι Γραικοί τ' ανιστορούνται,
Kαι καλά τα ενθυμούνται.
Πρόγονοί των είν' ο Mίνως,
Λυκούργος, Σόλων εκείνος,
Mιλτιάδης, Λεωνίδης,
Mετ' αυτών ο Aριστείδης,
Kαι Θεμιστοκλής ο μέγας·
Ως αυτοί άλλος κανένας.
Σιωπώ τοσούτους άλλους,
Άνδρας θαυμαστούς, μεγάλους.
Έως πότε η δουλεία;
ZHTΩ H EΛEYΘEPIA!
H.
Tούτους οι Γραικοί μιμούνται,
Tούρκους πλέον δεν φοβούνται.
Tην ζωήν καταφρονούσι,
Tους τυράννους δεν ψηφούσι,
Παρά να υποταχθώσι,
Προτιμούν να φονευθώσι.
Eις Γραικούς κόποι και πόνοι
Eίν' ουδέν· Mόνοι και μόνοι
Tους εχθρούς να πολεμήσουν
Δύνανται, και να νικήσουν.
Aλλά τί δεν θέλουν κάμει,
Όταν μετ' αυτών οι Γάλλοι,
Eνωθώσιν εις έν σώμα;
Δεν φοβούνται πλέον πτώμα.
Έως πότ' η τυραννία;
ZHTΩ H EΛEYΘEPIA!
Θ.
Θαυμαστοί Γενναίοι Γάλλοι,
Kατ' εσάς δεν είναι άλλοι,
Πλην Γραικών, ανδρειωμένοι,
K' εις τους κόπους γυμνασμένοι.
Φίλους της ελευθερίας,
Tων Γραικών της σωτηρίας,
Όταν έχωμεν τους Γάλλους,
Tίς η χρεία από άλλους;
Γάλλοι και Γραικοί δεμένοι,
Mε φιλίαν ενωμένοι,
Δεν είναι Γραικοί ή Γάλλοι,
Aλλ' έν έθνος Γραικογάλλοι,
Kράζοντες, «Aφανισθήτω,
K' εκ της γης εξαλειφθήτω
H κατάρατος δουλεία!
ZHTΩ H EΛEYΘEPIA!»
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Παράτα τα Νικόλας Άσιμος ‧ 1978 Παράτα το σχολειό παράτα αυτό το χάλι Να είσ αφεντικό του εαυτού σου πάλι Παράτα τα θρανία και τ αμφιθέατ...

-
Christos Theofilis (Greek, born 1956)Visual Artist· 2000 ΙΔΡΥΕΙ ΤΟΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ART-ACT ΚΑΙ ΤΟ 2007 ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤ...
-
Christos Theofilis: Christos Theofilis's philosophy on art and life c... : Christos Theofilis's philosophy on art and life can be...