Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025


 Τὸ δάσος

Συγγραφέας: Μιλτιάδης Μαλακάσης
Τὸ δάσος
Τὸ δάσος ποὺ λαχτάριζες
ὥσπου νὰ τὸ περάσεις,
τώρα νὰ τὸ ξεχάσεις
διαβάτη ἀποσπερνέ.
Μιὰ αὐγινή, τὸ κούρσεψαν
ἀνίδρωτοι λοτόμοι,
κι ἐκεῖ εἶναι τώρα δρόμοι
διαβάτη ἀποσπερνέ.
Τὸ τρίσβαθο ἀναστέναγμα
ποὺ ἄγγιζε τὴν καρδιά σου
κι ἔσπαε τὰ γόνατά σου
δὲ θὰ τ᾿ ἀκούσεις πιά,
τὸ πήρανε στὰ διάπλατα
περίτρομα φτερά τους
καὶ τό ῾καμαν λαλιά τους
τὰ νύχτια τὰ πουλιά.
Καὶ κάτι ποὺ βραχνόκραζε
μὲ μιὰ φωνὴ ἀνθρώπου,
στὸ ἡμέρωμα τοῦ τόπου
βουβάθηκε κι αὐτό.
Τὸ σιγαλὸ τραγούδισμα
ποὺ σ᾿ ἔσερνε διαβάτη
σὲ μαγικὸ παλάτι
δίχως ἐλπίδα αὐγῆς,
τὸ πήρανε -γιὰ κοίταξε-
στερνὴ ἀνατριχίλα
τὰ πεθαμένα φύλλα
ποὺ ἀπόμειναν στὴ γῆς.
Κι ἡ ἅρπα μὲ τὸν ἦχο της
ποὺ σὲ γλυκομεθοῦσε
μὰ κρύφια σοῦ χτυποῦσε
θανάτου μουσική,
χάθηκε μὲ τὴν ἄγγιχτη
ποὺ τὴν κρατοῦσε κόρη,
στὰ πέλαγα, στὰ ὅρη,
νὰ μὴν ξανακουστεῖ.
Τὸ δάσος ποὺ λαχτάριζες
ὥσπου νὰ τὸ περάσεις,
τώρα νὰ τὸ ξεχάσεις
διαβάτη ἀποσπερνέ,
γεννήκαν νεκροκρέβατα
τ᾿ ἄγρια δεντρά του τώρα
καὶ θὰ τὰ βρεῖς στὴ χώρα
διαβάτη ἀποσπερνέ.


 Ὁ βράχος καὶ τὸ κύμα

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.
Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἅρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,
βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!
Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
καὶ σὄγλυφα καὶ σὄπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ᾿ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου
νὰ δεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.
Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἐφιλοῦσα
μέρα καὶ νύχτα σ᾿ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ᾿ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πού ῾θε κάμω
μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὸν ἔκρυβα στὴν ἄμμο.
Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,
τὰ θέμελά σου τά ῾φαγα, σ᾿ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι
θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμό... Ἐξύπνησα λιοντάρι!»
Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε
τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.
Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα,
χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν ἀθέρα
ν᾿ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήσει,
καὶ σήμερα ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήσει.
«Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τὶ μὲ φοβερίζεις;
Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζεις,
ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνεις,
καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένεις,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾿ ἀφροὺς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἂν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω!»
«Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. Μ᾿ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολὴ καὶ καταφρόνεση. Μ᾿ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορὰ καὶ τώρα κοίταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάγχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἄδη μου τ᾿ ἀχνάρια...
Μ᾿ ἔκαμες ξυλοκρέβατο... Μὲ φόρτωσες κουφάρια...
Σὲ ξένους μ᾿ ἔριξες γιαλούς... Τὸ ψυχομάχημά μου
τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου
τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,
καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,
γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»
Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του
ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.
Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριεμένη
ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει
στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κανεὶς παρὰ τὸ κῦμα,
ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.


 Γνῶμες περὶ τέχνης

Συγγραφέας: Όσκαρ Ουάιλντ
Μεταφραστής: Στέφανος Πάργας
σελ. 22-23 από το τεύχος 1 (1911) του περιοδικού «Γράμματα». Τίτλος πρωτότυπου: The Picture of Dorian Gray: Preface
ΓΝΩΜΕΣ ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ[1]
Ὁ καλλιτέχνης εἶνε ὁ δημιουργὸς τῶν ὡραίων πραγμάτων.
Σκοπὸς τῆς τέχνης εἶναι νὰ φανερώνει τὴν τέχνη καὶ νὰ κρύβει τὸν καλλιτέχνη.
Κριτικὸς εἶν’ ἐκεῖνος ποὺ ἐκφράζει μὲ τρόπο διαφορετικὸ εἴτε μὲ νέο ὑλικὸ τὴν ἐντύπωση ποὺ τὰ ὡραῖα πράγματα τοῦ προξενοῦν.
Ἡ ὑψηλότερη ὅπως κ’ ἡ χαμηλότερη μορφὴ τῆς κριτικῆς εἶν’ ἕνα εἶδος αὐτοβιογραφίας.
Ἐκεῖνοι ποὺ ἀποδίδουν ἄσκημες ἔννοιες σὲ ὡραῖα πράγματα εἶνε διεφθαρμένοι χωρὶς νὰ εἶνε καὶ συμπαθητικοί. Αὐτό εἶνε σφάλμα.
Ἐκεῖνοι ποὺ ἀποδίδουν ὡραῖες ἔννοιες σὲ ὅμορφα πράγματα εἶνε οἱ ἀνεπτυγμένοι· γι’ αὐτοὺς ὑπάρχει ἐλπίδα. Εἶνε οἱ ἐκλεχτοί· γι’ αὐτοὺς τὰ ὡραῖα πράγματα σημαίνουν μόνον Ὁμορφιά.
Δὲν ὑπάρχουν ἠθικὰ ἢ ἀνήθικα βιβλία. Ὑπάρχουν μόνο κακογραμμένα καὶ καλογραμμένα βιβλία. Αὐτό εἶνε ὅλο.
Ἡ ἀποστροφὴ τοῦ δέκατου ἔννατου αἰώνα γιὰ τὸν Ρεαλισμὸ εἶνε ἡ λύσσα τοῦ Κάλιβαν βλέποντας τὴν ἴδια του μορφὴ μέσα σὲ καθρέφτη.
Ἡ ἀποστροφὴ τοῦ δέκατου ἔννατου αἰώνα γιὰ τὸν Ρωμαντισμὸ εἶνε ἡ λύσσα του Κάλιβαν μὴ βλέποντας τὴν ἴδια του μορφὴ μέσα σὲ καθρέφτη.
Ἡ ἠθικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ μέρος τοῦ ὑλικοῦ τοῦ καλλιτέχνη, ἡ ἠθικὴ ὅμως τῆς τέχνης συνίσταται στὸ τέλειο μεταχείρισμα ἑνὸς μέσου ἀτελοῦς.
Κανεὶς καλλιτέχνης δὲν ἐπιθυμεῖ ν’ ἀποδείξει κάτι. Ἀκόμη καὶ τὰ πράγματα τ’ ἀληθινὰ μποροῦν ν’ ἀποδειχτοῦν.
Κανεὶς καλλιτέχνης δὲν ἔχει ἠθικὲς συμπάθειες. Μιὰ ἠθικὴ συμπάθεια γιὰ ἕνα καλλιτέχνη εἶνε ἀσυγχώρητο ἐξεζητημένο ὕφος.
Ὁ καλλιτέχνης ποτὲ δὲν εἶνε ἄρρωστος. Ὁ καλλιτέχνης μπορεῖ νὰ ἐκφράσει τὸ καθετί.
Ἡ σκέψη καὶ ἡ γλῶσσα εἶνε γιὰ τὸν καλλιτέχνη τα σύνεργα μιᾶς τέχνης.
Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ κακία εἶνε γιὰ τὸν καλλιτέχνη τὰ ὑλικὰ μιᾶς τέχνης.
Ὑπὸ ἔποψιν μορφῆς ἡ τέχνη τοῦ μουσικοῦ εἶνε τὸ ὑπόδειγμα ὅλων τῶν τεχνῶν. Ὑπὸ ἔποψιν αἰσθήματος ὑπόδειγμα εἶνε τὸ ἔργον τοῦ ἠθοποιοῦ.
Κάθε τέχνη εἶνε σύγκαιρα ἐπιφάνεια καὶ σύμβολο.
Ἐκεῖνοι ποὺ τραβοῦν κάτω ’πὸ τὴν ἐπιφάνεια μὲ κίνδυνό τους τὸ κάνουν· τὸ ἴδιο κι’ ἐκεῖνοι ποὺ διαβάζουν τὸ σύμβολο.
Ἡ τέχνη καθρεφτίζει πραγματικὰ τὸ Θεατὴ καὶ ὄχι τὴ Ζωή.
Ποικιλία γνωμῶν γιὰ ἕνα ἔργο τέχνης δείχνει ὅτι τὸ ἔργο εἶνε νέο, σύνθετο, καὶ ζωτικό.
Ὅταν οἱ κριτικοὶ διαφωνοῦν ὁ καλλιτέχνης βρίσκεται σὲ ἁρμονία μὲ τὸν ἑαυτό του.
Μποροῦμε νὰ συγχωρέσουμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔφτιαξε ἕνα χρήσιμο πράγμα ἐνόσο ὁ ἴδιος δὲν τὸ θαυμάζει. Ἡ μόνη συγγνώμη γιὰ τὸ φτιάσιμο ἑνὸς ἀχρήστου πράγματος ἔγκειται στὸν ἀπεριόριστο θαυμασμὸ ποῦ τρέφει κανεὶς γι’ αὐτό.
(ΜΕΤΑΦ.)Στ. Π.
Πρόλογος τοῦ βιβλίου «Ἡ Εἰκόνα τοῦ Ντόριαν Γκρέϋ» τοῦ Ὀσκὰρ Οὐάϊλδ.


 Κώστας Βάρναλης (Πύργος Βουλγαρίας 1884 - Αθήνα 1974)

Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου
Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.
Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!
Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.
Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.
Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.
Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.
Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!
Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.
Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!
Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!
-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!...
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»
Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!
Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),
Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!
Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.
Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!
Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!
Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.
Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:
«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.
Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.
Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.
Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».

  Παράτα τα Νικόλας Άσιμος ‧ 1978 Παράτα το σχολειό παράτα αυτό το χάλι Να είσ αφεντικό του εαυτού σου πάλι Παράτα τα θρανία και τ αμφιθέατ...