Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025


 Νίκος Καββαδίας

William George Allum
Ἐγνώρισα κάποια φορὰ σ᾿ ἕνα καράβι ξένο
ἕναν πολὺ παράξενο Ἐγγλέζο θερμαστή,
ὅπου δὲν μίλαγε ποτὲ κι οὔτε ποτὲ εἶχε φίλους
καὶ μόνο πάντα ἐκάπνιζε μία πίπα σκαλιστή.
Ὅλοι ἔλεγαν μία θλιβερὴ πὼς εἶχε ἱστορία
κι ὅσοι εἶχαν στὸ στόκολο μὲ δαῦτον ἐργαστεῖ
ἔλεγαν ὅτι κάποτες, ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ ὡς τὰ νύχια,
εἶχε σὲ κάποιο μακρινὸ τόπο στιγματιστεῖ.
Εἶχε στὰ μπράτσα του σταυρούς, σπαθιὰ ζωγραφισμένα,
μία μπαλαρίνα στὴν κοιλιά, ποὺ ἐχόρευε γυμνὴ
κι ἀπὰ στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς στιγματισμένη εἶχε
μὲ στίγματ᾿ ἀνεξάλειπτα μίαν ἄγρια καλλονὴ ...
Κι ἔλεγαν ὅτι τὴ γυναίκα αὐτὴ εἶχε ἀγαπήσει
μ᾿ ἄγριαν ἀγάπη, ἀκράτητη, βαθιὰ κι ἀληθινὴ
κι αὐτὴ πὼς τὸν ἀπάτησε μὲ κάποιο ναύτη Ἀράπη
γιατὶ ἤτανε μία ἀναίσθητη γυναίκα καὶ κοινή.
Τότε προσπάθησε αὐτὸς νὰ διώξει ἀπὸ τὸ νοῦ του
τὴν ξωτικὴ ποὺ ἀγάπησε, τόσο βαθιά, ὀμορφιὰ
κι ἀπὸ κοντά του ἑξάλειψεν ὅ,τι δικό της εἶχε,
ἔμεινεν ὅμως στῆς καρδιᾶς τὴ θέση ἡ ζωγραφιά.
Πολλὲς φορὲς στὰ σκοτεινὰ τὸν εἴδανε τὰ βράδια
μὲ βότανα στὸ στῆθος του νὰ τρίβει, οἱ θερμαστὲς ...
Τοῦ κάκου, γνώριζε αὐτὸς - καθὼς τὸ ξέρουμ᾿ ὅλοι -
ὅτι τοῦ Ἀννὰμ τὰ στίγματα δὲν βγαίνουνε ποτὲς ...
Κάποια βραδιὰ ὡς περνούσαμε ἀπὸ τὸ Bay of Bisky
μ᾿ ἕνα μικρὸ τὸν βρήκανε στὰ στήθια τοῦ σπαθί.
Ὁ πλοίαρχος εἶπε: «Θέλησε τὸ στίγμα του νὰ σβήσει»
καὶ διάταξε στὴ θάλασσα τὴν κρύα νὰ κηδευτεῖ.


 Νίκος Καββαδίας

Mal Du Depart
Στὴν ἀδερφή μου Ζένια
Θὰ μείνω πάντα ἰδανικὸς κι ἀνάξιος ἐραστὴς
τῶν μακρυσμένων ταξιδιῶν καὶ τῶν γαλάζιων πόντων,
καὶ θὰ πεθάνω μία βραδιά, σὰν ὅλες τὶς βραδιές,
χωρὶς νὰ σχίσω τὴ θολὴ γραμμὴ τῶν ὁριζόντων.
Γιὰ τὸ Μαδράς, τὴ Σιγγαπούρ, τ᾿ Ἀλγέρι καὶ τὸ Σφὰξ
θ᾿ ἀναχωροῦν σὰν πάντοτε περήφανα τὰ πλοῖα,
κι ἐγώ, σκυφτὸς σ᾿ ἕνα γραφεῖο μὲ χάρτες ναυτικούς,
θὰ κάνω ἀθροίσεις σὲ χοντρὰ λογιστικὰ βιβλία.
Θὰ πάψω πιὰ γιὰ μακρινὰ ταξίδια νὰ μιλῶ
οἱ φίλοι θὰ νομίζουνε πὼς τά ῾χω πιὰ ξεχάσει,
κι ἡ μάνα μου, χαρούμενη, θὰ λέει σ᾿ ὅποιον ρωτᾶ
«Ἦταν μία λόξα νεανική, μὰ τώρα ἔχει περάσει...»
Μὰ ὁ ἑαυτός μου μία βραδιὰν ἐμπρός μου θὰ ὑψωθεῖ
καὶ λόγο, ὡς ἕνας δικαστὴς στυγνός, θὰ μοῦ ζητήσει,
κι αὐτὸ τὸ ἀνάξιο χέρι μου ποὺ τρέμει θὰ ὁπλιστεῖ,
θὰ σημαδέψει, κι ἄφοβα τὸ φταίχτη θὰ χτυπήσει.
Κι ἐγώ, ποὺ τόσο ἐπόθησα μία μέρα νὰ ταφῶ
σὲ κάποια θάλασσα βαθιὰ στὶς μακρινὲς Ἰνδίες,
θά ῾χω ἕνα θάνατο κοινὸ καὶ θλιβερὸ πολὺ
καὶ μιὰ κηδεία σὰν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων τὶς κηδεῖες.


 Νίκος Καββαδίας

Ἕνας νέγρος θερμαστὴς ἀπὸ τὸ Τζιμπουτί
Τοῦ Ἰ. Πικραμένου
Ὁ Γουίλλη, ὁ μαῦρος θερμαστὴς ἀπὸ τὸ Τζιμπουτί,
ὅταν ἀπ᾿ τὴν βάρδια τοῦ τὴ βραδινὴ σχολοῦσε,
στὴν κάμαρά μου ἐρχότανε, γελώντας νὰ μὲ βρεῖ,
κι ὧρες πολλὲς γιὰ πράματα περίεργα μοῦ μιλοῦσε.
Μοῦ ῾λεγε πῶς καπνίζουνε στ᾿ Ἀλγέρι τὸ χασὶς
καὶ στὸ Ἄντεν πῶς χορεύοντας πίνουν τὴν ἄσπρη σκόνη,
κι ἔπειτα πῶς φωνάζουνε καὶ πῶς μονολογοῦν,
ὅταν ἡ ζάλη μ᾿ ὄνειρα περίεργα τοὺς κυκλώνει.
Μοῦ λέγ᾿ ἀκόμα ὅτ᾿ εἶδ᾿ αὐτός, μία νύχτα πού ῾χε πιεῖ,
πὼς πάνω σ᾿ ἄτι κάλπαζε στὴν πλάτη τῆς θαλάσσης,
καὶ πίσωθέ του τρέχανε γοργόνες μὲ φτερά.
-Σὰν πᾶμε στὸ Ἄντεν, μοῦ ῾λεγε, κι ἐσὺ θὰ δοκιμάσεις.
Ἐγὼ γλυκὰ τοῦ χάριζα καὶ λάμες ξουραφιῶν
καὶ τοῦ ῾λεγα πὼς τὸ χασὶς τὸν ἄνθρωπο σκοτώνει,
καὶ τότε αὐτὸς συνήθιζε γελώντας τρανταχτά,
μὲ τό ῾να χέρι του ψηλὰ πολὺ νὰ μὲ σηκώνει.
Μὲς στὸ τεράστιο σῶμα του εἶχε μι᾿ ἀθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στὸ μπὰρ Ρετζίνα - στὴ Μαρσίλια
γιὰ νὰ φυλάξει ἐμένα ἀπὸ ἕναν Ἰσπανό,
ἔφαγε αὐτὸς μίαν ἀδειανὴ στὴν κεφαλὴ μποτίλια.
Μία μέρα τὸν ἀφήσαμε στεγνὸ ἀπ᾿ τον πυρετό,
πέρα στὴν Ἄπω Ἀνατολή, νὰ φλέγεται, νὰ λιώνει.
Θεὲ τῶν μαύρων, τὸν καλὸ συγχώρεσε Γουὶλ
καὶ δῶσ᾿ του ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, λίγη ἀπ᾿ τὴν ἄσπρη σκόνη.


 Νίκος Καββαδίας

Ἔχω μία πίπα
Στὸν ποιητὴ Ἀπ. Μελαχρινό
Ἔχω μία πίπα ὀλλανδικὴ ἀπὸ ἕνα μαῦρο ξύλο,
ὁποὺ πολὺ παράξενα τὴν ἔχουν σκαλισμένη.
Ἔχει τὸ σχῆμα κεφαλιοῦ Γοργόνας μὲ πλουμίδια.
Κι ἕνας σ᾿ ἐμὲ ναύτης Δανὸς τὴν ἔχει χαρισμένη.
Καὶ μοῦ ῾πε αὐτὸς πὼς μία φορὰ τοῦ τὴν ἐπούλησε ἕνας,
στὴν Ἀλεξάντρεια, ἔμπορος ναρκωτικῶν, Ἀράπης,
καὶ στὸν Ἀράπη - λέει - αὐτόν, τὴν εἶχε δώσει κάποια,
σὲ κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα τῆς ἀγάπης.
Πολλὲς φορές, τὶς βραδινὲς σκοτεινιασμένες ὧρες,
ἀνάβοντας τὴν πίπα αὐτή, σὲ μία γωνιὰ καπνίζω,
κι ὁ γκρίζος βγαίνοντας καπνὸς σιγὰ μὲ περιβάλλει,
κάνοντας ἕνα γύρω μου κενό, μαβὶ καὶ γκρίζο.
Καὶ πότε μία ψηλή, ὁ καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε ἕνα πόρτο ξενικὸ πολὺ καὶ μακρυσμένο.
Καὶ βλέπω μεσ᾿ στοὺς δρόμους του τοὺς κρύους καὶ βραδιασμένους
νὰ περπατᾶ ἕναν ὕποπτον Ἀράπη μεθυσμένο.
Καὶ βλέπω πάλι, ἄλλες φορές, μία γρήγορη γαλέρα
μὲ τὰ πανιά της ἀνοιχτὰ στὸ ἀβέβαιο ν᾿ ἀρμενίζει
κι ἀπάνω στὸ μπαστούνι της νὰ κάθεται ἕνας ναύτης,
νά ῾χει μία πίπα - ὅπως αὐτὴν ἐγὼ - καὶ νὰ καπνίζει.
Ἔχω μία πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τὰ πιὸ παράδοξα ὄνειρά μου.
Σκέφτομαι: «Θά ῾ναι μαγική». Μὰ πάλι λέω: μὴ φταίει
ὁ ἐγγλέζικος βαρὺς καπνὸς καὶ ἡ νευρασθένειά μου;


 Νίκος Καββαδίας

Ἕνα μαχαίρι
Ἀπάνω μου ἔχω πάντοτε στὴ ζώνη μου σφιγμένο
ἕνα μικρὸ ἀφρικανικὸν ἀτσάλινο μαχαίρι
-ὅπως αὐτὰ ποὺ συνηθοῦν καὶ παίζουν οἱ Ἀραπάδες-
ποὺ ἀπὸ ἕναν γέρο ἔμπορο τ᾿ ἀγόρασα στ᾿ Ἀλγέρι.
Θυμᾶμαι, ὡς τώρα νὰ ῾τανε, τὸν γέρο παλαιοπώλη,
ὅπου ἐμοίαζε μὲ μίαν παλιὰ ἐλαιογραφία τοῦ Γκόγια,
ὀρθὸν πλάι σὲ μακριὰ σπαθιὰ καὶ σὲ στολὲς σχισμένες,
νὰ λέει μὲ μία βραχνὴ φωνὴ τὰ παρακάτου λόγια.
«Ἐτοῦτο τὸ μαχαίρι ἐδῶ ποὺ θέλεις ν᾿ ἀγοράσεις
μὲ ἱστορίες ἀλλόκοτες ὁ θρύλος τό ῾χει ζώσει,
κι ὅλοι τὸ ξέρουν πὼς αὐτοὶ ποὺ κάποια φορὰ τό ῾χαν,
καθένας κάποιον ἄνθρωπο δικό του ἔχει σκοτώσει.
Ὁ Δὸν Μπαζίλιο σκότωσε μ᾿ αὐτὸ τὴ Δόνα Τζούλια
τὴν ὄμορφη γυναίκα του γιατὶ τὸν ἀπατοῦσε.
Ὁ Κόντε Ἀντόνιο μία βραδιὰ τὸ δύστυχο ἀδερφό του
μὲ τὸ μαχαίρι τοῦτο ἐδῶ κρυφὰ δολοφονοῦσε.
Ἕνας Ἀράπης τὴ μικρὴ ἐρωμένη του ἀπὸ ζήλια
καὶ κάποιος ναύτης Ἰταλὸς ἕναν Γραικὸ λοστρόμο.
Χέρι σὲ χέρι ξέπεσε καὶ στὰ δικά μου χέρια.
Πολλὰ ἔχουν δεῖ τὰ μάτια μου, μ᾿ αὐτὸ μοῦ φέρνει τρόμο.
Σκύψε καὶ δές το, μι᾿ ἄγκυρα κι ἕνα οἰκόσημο ἔχει,
εἰν᾿ ἁλαφρύ, γιὰ πιάσε το, δὲν πάει οὔτε ἕνα κουάρτο,
μὰ ἐγὼ θὰ σὲ συμβούλευα κάτι ἄλλο ν᾿ ἀγοράσεις»
-Πόσο ἔχει; -Μόνο φράγκα ἑφτά. Ἀφοῦ τὸ θέλεις πᾶρ᾿ το.
Ἕνα στιλέτο ἔχω μικρὸ στὴ ζώνη μου σφιγμένο,
ποὺ ἰδιοτροπία μ᾿ ἔκαμε καὶ τό ῾καμα δικό μου
κι ἀφοῦ κανέναν δὲν μισῶ στὸν κόσμο νὰ σκοτώσω
φοβᾶμαι μὴ καμιὰ φορὰ τὸ στρέψω στὸν ἑαυτό μου...


 Τα παράθυρα

Κωνσταντίνος Καβάφης
Όπως δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη, χρονιά Α΄, τεύχος 1, Δεκέμβριος 1926.
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
Σ’ αὐτὲς τὲς σκοτεινὲς κάμαρες, ποῦ περνῶ
μέρες βαρειές, ἐπάνω κάτω τριγυρνῶ
γιὰ νἄβρω τὰ παράθυρα. Ὅταν ἀνοίξει
ἕνα παράθυρο θἆναι παρηγορία.
Πλὴν τὰ παράθυρα δὲν βρίσκονται, ἢ δὲν μπορῶ
νὰ τἄβρω. Καὶ καλλίτερα ἴσως νὰ μὴν τὰ βρῶ.
Ἴσως τὸ φῶς θἆναι μιὰ νέα τυραννία.
Ποιὸς ξέρει τί καινούρια πράγματα θὰ δείξῃ.


Ερινύες
Ναπολέων Λαπαθιώτης
από τη συλλογή: Τα ποιήματα της σκιάς
Παλιά τραγούδια μακρινά χαμένα από καιρό
Μες σε στιγμές αγγελικές ή μέσα στ’ όνειρό μου,
Τώρα που, εντός μου, τίποτα δεν μένει πια γερό
Το βράδυ που σας θυμηθώ μοιάζει με βράδυ τρόμου
Κι εσάς που πάντα φύλαγα, για μια παρηγοριά
-Σα μια στερνή και μαγική παρηγοριά δική μου
Σας βλέπω τώρα, ξαφνικά ν’ αλλάζετε θωριά
Και να στε απ’ όλες τις πληγές, η πιο μαρτυρική μου!
Για αυτό, σφαλώντας τη ματιά πηγαίνω να χαθώ.
Μες στους πικρούς σας εμπαιγμούς και μες στις ειρωνείες,
Τώρα που τίποτα γερό δεν έμεινε κι ορθό

- τραγούδια μου Ερινύες!.. 


 (Όλα θα σβήσουν...)

Μαρία Πολυδούρη
Από τη συλλογή «Ηχώ στο Χάος» (Το λίγο που σου απόμεινε...) →
Όλα θα σβήσουν και του ήλιου η πλανεμένη αχτίδα
είνε η στιγμή να φύγη.
Πάλι η βουβή μας κάμαρα χωρίς καμμιάν ελπίδα
τάδεια μας μάτια σμίγει.
Κι’ απόψε η νύχτα θα διαβή με την τρελλή μου σκέψη,
όλη φιλιά και δάκρι
και θα μας εύρη η αυγή, νεκρούς που θάχουν επιστρέψει
σε μιας ζωής στην άκρη.
Ό,τι μάταιο στις μέρες μου μπαίνει πιο μάταιες πούνε
με φόβο το κοιτάζεις.
Εξώ στον κήπο από χαρά τάνθη λιγοθυμούνε.
Σαν τι χαρά μου τάζεις
κι’ όλο γυρίζω τη ματιά στην άψυχή σου εικόνα;
Διάδημα απ’ άσπρο φως
σου γίνεται του βάζου μου η εαρινή κορώνα,
της μυγδαλιάς ο ανθός.
Κ’ έτσι γλυκαίνει σου η μορφή και στο άρωμα η καρδιά μου,
που να σε καρτερώ
να σε λυγίσουν τα βαριά μύρα ναρθής κοντά μου,
ναρθής με τον καιρό.
Είμαι τρελλή να σ’ αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει,
να λυώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νοιώθω τώρα πως αυτό που μούδωσες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.
Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό
κ’ έτσι να δέρνωμαι μ’ αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι.
Στα μάτια σου την τρέλλα να ρουφώ.
Τι θ’ απογίνω, αγαπημένε, που θα σε ζητήσω;
Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω,
με τόνειρό σου οι πίκρες μου γλυκιές.
Που νάσαι; Τι ναπόμεινε από σε να το ζητήσω;
Που νάναι το στερνό μου αυτό αγαθό;
Ω, δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι’ αυτό να ζήσω
και μάταια καρτερώντας να χαθώ.
Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού και σαγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κ’ υποψιάζομαι, ζηλεύω, δεν σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.
Τα λόγια σου! Ω, τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει
μια υπόσχεση που αργεί πολύ ναρθή.
Τ’ ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.
Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι’ ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελλαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξη καλούν.
Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, ’πε μου,
τι θα ωφελήση, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί καλέ μου,
να σβήση πια η αγάπη μου; Και να μη σ’ αγαπώ,
ενώ θάναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλήται τον αιώνιο έρωτα και μεις
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.
Ω, δε μου δίνει ο θάνατος καμμιά καμμιάν ελπίδα
και μου τις έσβησε η ζωή σα μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.


 Μαριανίνα Κριεζή

Ακόμα κι αν φύγεις
για το γύρο του κόσμου
θα 'σαι πάντα δικός μου
θα 'μαστε πάντα μαζί.
Και δε θα μου λείπεις
γιατί θα 'ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ' ακολουθεί.
Τα ήσυχα βράδια
η Αθήνα θ' ανάβει
σα μεγάλο καράβι
που θα 'σαι μέσα κι εσύ.
Και δε θα σου λείπω
γιατί θα 'ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ' ακολουθεί.
Τα ήσυχα βράδια
θα περνάει φωτισμένο
της ζωής μου το τρένο
που θα 'σαι μέσα κι εσύ.
Και δε θα μου λείπεις
γιατί θα 'ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ' ακολουθεί.


 Κώστας Καρυωτάκης

Ανέκδοτο ποίημα
Στον τεφρό πέρα ορίζοντα η αγάπη μου αχνοσβήνει.
Οι φίλοι αποτραβήχτηκαν, για πάντα, οι τελευταίοι.
Σ' όλα έκλεισα την πόρτα μου, κ' έρημος έχω μείνει
τώρα που ακούω το θάνατο στις φλέβες μου να ρέει.
Κυριακή
Ανέκδοτο ποίημα
Ο ήλιος ψηλότερα θ' ανέβει
σήμερα που 'ναι Κυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει
μια θημωνιά στο λόφο εκεί.
Τα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι
θα 'χουν ανάλαφρη καρδιά:
κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,
κοίταξε τ' άνθη στο περβόλι.
Τώρα καμπάνες που χτυπάνε
είναι ο θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός.
Άσε τον κόσμο στη χαρά του
κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό,
ένα τραγούδι του θανάτου.
Ανέκδοτο ποίημα
Εσβήναν τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι
στον κήπον όταν ήρθες. Εγελούσες
γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι.
Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα
την έκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.


 Γυρισμός

Κώστας Καρυωτάκης
Νηπενθή (1921)
Γέλιο των θεών, Σαρωνικέ, πάντα μεγάλε, που δρομείς,
του πλοίου μας ευλογία,
όμοια γαλήνη σου βαθιά κι όμοια βαθιά θ' ακούαμε μεις
εδώ την τρικυμία.
Κάτου απ' την πάχνη αναρριγά, με του κορμιού της την ογρή
νωχέλεια, περιστέρα
η Αθήνα, κι ηδονεύεται ακί σαν νυμφίον ακαρτερεί
τον ήλιον από πέρα.
Είναι, που αιθρίασεν, ο ουρανός χήτη του Πήγασου, ξανθή
του Παρθενώνα μοίρα,
ποτήρι και ξανάστροφα το κρεμεί ο Δίας για να χυθεί
τ' ονειροφώς πλημμύρα.
Άσωτο φτάνω εγώ παιδί πάλι σε σας, να λυγιστώ
στην αύρα σα λουλούδι,
χώμα, ουρανέ και θάλασσα της Αττικής, που σας χρωστώ
τα πάντα, το Τραγούδι!


 Αισιοδοξία

Κώστας Καρυωτάκης
Από τα τελευταία ποιήματα
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού,
και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράση.
Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,
σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχθή κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.
Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,
τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε - σημαίες στον άνεμο χτυπούν -
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, - το τραγούδι να μοιάση
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής -
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάση


 Όταν κατεβούμε τη σκάλα...

Κώστας Καρυωτάκης
Από τα τελευταία ποιήματα
Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη.
Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγματα χρώμα.
Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε.
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.
Αν έρθη κανείς την πλάκα μας να χτυπήση,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρη ένα τριαντάφυλλο ή αφίση χάμου,
το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.
Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλλες του Posillipo θα ιδούμε,
Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν crieket οι οπαδοί σου.


Θερμοπύλες
Κωνσταντίνος Καβάφης
Όπως δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη, χρονιά Α΄, τεύχος 2, Ιανουάριος 1927.
ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
Τιμὴ σ’ ἐκείνους ὅπου στὴν ζωὴ των
ὥρισαν καὶ φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτὲ ἀπὸ τὸ χρέος μὴ κινοῦντες·
δίκαιοι κ’ ἴσιοι σ’ ὅλες των τὲς πράξεις,
ἀλλὰ μὲ λύπη κιόλας κ’ εὐσπλαχνία·
γενναῖοι ὁσάκις εἶναι πλούσιοι, κι ὅταν
εἶναι πτωχοί, πάλ’ εἰς μικρὸν γενναῖοι,
πάλι συντρέχοντες ὅσο μποροῦνε·
πάντοτε τὴν ἀλήθεια ὁμιλοῦντες,
πλὴν χωρὶς μῖσος γιὰ τοὺς ψευδομένους.
Καὶ περισσότερη τιμὴ τοὺς πρέπει
ὅταν προβλέπουν (καὶ πολλοὶ προβλέπουν)
πῶς ὁ Ἐφιάλτης θὰ φανεῖ στὸ τέλος,
κ' οἱ Μῆδοι ἐπὶ τέλους θὰ διαβοῦνε.

 


 Κωνσταντίνος Καβάφης

ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΑ
Μέσα στὸν φόβο καὶ στὲς ὑποψίες,
μὲ ταραγμένο νοῦ καὶ τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε καὶ σχεδιάζουμε τὸ πῶς νὰ κάμουμε
γιὰ ν’ ἀποφύγουμε τὸν βέβαιο
τὸν κίνδυνο ποῦ ἔτσι φρικτὰ μᾶς ἀπειλεῖ.
Κι’ ὅμως λανθάνουμε, δὲν εἶν’ αὐτὸς στὸν δρόμο·
ψεύτικα ἦσαν τὰ μηνύματα
(ἢ δὲν τ’ ἀκούσαμε, ἢ δὲν τὰ νοιώσαμε καλά).
Ἄλλη καταστροφή, ποῦ δὲν τὴν φανταζόμεθαν,
ἐξαφνική, ραγδαία πέφτει ἐπάνω μας,
κι ἀνέτοιμους — ποῦ πιὰ καιρὸς — μᾶς συνεπαίρνει.

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ


Ιθάκη
Κωνσταντίνος Καβάφης
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρείς,
αν μέν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ' έδωσε το ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Αλλο δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Ετσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

 


 Κωνσταντίνος Καβάφης

Περιμένοντας τους βαρβάρους
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

 Κεριά

Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Καβάφης
Όπως δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη, χρονιά Α΄, τεύχος 1, Δεκέμβριος 1926.
ΚΕΡΙΑ
Τοῦ μέλλοντος ἡ μέρες στέκοντ’ ἐμπροστά μας
σὰν μιὰ σειρὰ κεράκια ἀναμένα —
χρυσᾶ, ζεστὰ, καὶ ζωηρὰ κεράκια.
Ἡ περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μιὰ θλιβερὴ σειρὰ κεριῶν σβυσμένων·
τὰ πιὸ κοντὰ βγάζουν καπνὸν ἀκόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, καὶ κυρτά.
Δὲν θέλω νὰ τὰ βλέπω· μὲ λυπεῖ ἡ μορφή των,
καὶ μὲ λυπεῖ τὸ πρῶτο φῶς των νὰ θυμοῦμαι.
Ἐμπρὸς κυττάζω τ’ ἀναμένα μου κεριά.
Δὲν θέλω νὰ γυρίσω νὰ μὴ δῶ καὶ φρίξω
τί γρήγορα ποῦ ἡ σκοτεινὴ γραμμὴ μακραίνει,
τί γρήγορα ποῦ τὰ σβυστὰ κεριὰ πληθαίνουν.



  Παράτα τα Νικόλας Άσιμος ‧ 1978 Παράτα το σχολειό παράτα αυτό το χάλι Να είσ αφεντικό του εαυτού σου πάλι Παράτα τα θρανία και τ αμφιθέατ...