Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

 Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)

ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ
Μάταιη ψυχή, στὴν ἀτονία ἑσπέρας ἐαρινῆς,
ἐνῷ θὰ κλείνεις τὰ χρυσὰ φτερά σου πληγωμένη,
τὴν ὥρα ποὺ σὰ λύτρωση κάτι θὰ καρτερεῖς,
φτωχὴ καρδιά, θανάσιμα μὰ αἰώνια λυπημένη·
ὅταν, φτασμένη ἀπάνω στὸν ὁρίζοντα, θὰ ἰδεῖς
μίση νὰ φεύγουν οἱ ἔρωτες, χολὴ τὰ πάθη σου ὅλα,
ὅταν ἀνέβει ἀπὸ τὰ ἐξαίσια τ᾿ ἄνθη τῆς ζωῆς
μύρον ἡ ἀπογοήτευση, ψυχή μου ὀνειροπόλα
τὴν ὥρα τὴν ὑπέρτατη ποὺ θὲ νὰ θυμηθεῖς
μ᾿ ἕνα μόνο χαμόγελο τὰ φίλα καὶ τὰ ἐνάντια --
μάταιη ψυχή, στὸ πέλαγο, στὸ ἀγέρι τί θὰ πεῖς;
ὤ, τί θὰ πεῖς, στενὴ καρδιά, στὴ χλωμὴ δύση ἀγνάντια;

 Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)

ΠΟΙΗΤΕΣ
Πῶς σβήνετε, πικροὶ ξενιτεμένοι!
Ἀνθάκια μου χλωμά, ποὺ σᾶς ἐπῆραν
σὲ κήπους μακρινοὺς νὰ σᾶς φυτέψουν...
Βιολέτες κι ἀνεμῶνες, ξεχασμένες
στὰ ξένα ποὺ πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, ἀργυρὴ δροσοσταλίδα,
βαθιά σας τὴν ἐλπίδα τῆς πατρίδας...
Χτυπιοῦνται, πληγωμένες πεταλοῦδες,
στὸ χῶμα σας οἱ θύμησες κι οἱ πόθοι.
Τὸ φῶς, ποὺ κατεβαίνει, τῆς ἡμέρας,
κι ἁπλώνεται γλυκύτατο καὶ παίζει
μ᾿ ὅλα τριγύρω τ᾿ ἄλλα λουλουδάκια,
περνάει ἀπὸ κοντά σας καὶ δὲ βλέπει
τὸν πόνο σας ὡραῖο, γιὰ νὰ χαϊδέψει
τὰ πορφυρὰ θρηνητικὰ μαλλιά σας.
Εἰδυλλιακὲς οἱ νύχτες σᾶς σκεπάζουν,
κι ἢ καλωσύνη ἂν χύνεται τῶν ἄστρων,
ταπεινοὶ καθὼς εἶστε, δὲ σᾶς φτάνει.
Ὁλοῦθε πνέει, σὰ λίβας, τῶν ἀνθρώπων
ἡ τόση μοχθηρία καὶ σᾶς μαραίνει,
ἀνθάκια μου χλωμά, ποὺ σᾶς ἐπῆραν
σὲ κήπους μακρινοὺς νὰ σᾶς φυτέψουν.

 Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ
Οἱ Δὸν Κιχῶτες πᾶνε ὀμπρὸς καὶ βλέπουνε ὡς τὴν ἄκρη
τοῦ κονταριοῦ ποὺ ἐκρέμασαν σημαία τους τὴν Ἰδέα.
Κοντόφθαλμοι ὁραματιστές, ἕνα δὲν ἔχουν δάκρυ
γιὰ νὰ δεχτοῦν ἀνθρώπινα κάθε βρισιὰ χυδαία.
Σκοντάφτουνε στὴ Λογικὴ καὶ στὰ ραβδιὰ τῶν ἄλλων
ἀστεῖα δαρμένοι σέρνονται καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
ὁ Σάντσος λέει «δὲ σ᾿ τὸ ῾λεγα;» μὰ ἐκεῖνοι τῶν μεγάλων
σχεδίων, ἀντάξιοι μένουνε καί: «Σάντσο, τ᾿ ἄλογό μου!»
Ἔτσι ἂν τὸ θέλει ὁ Θερβάντες, ἐγὼ τοὺς εἶδα, μέσα
στὴν μίαν ἀνάλγητη Ζωή, τοῦ Ὀνείρου τοὺς ἱππότες
ἄναντρα νὰ πεζέψουνε καί, μὲ πικρὴν ἀνέσα,
μὲ μάτια ὀγρά, τὶς χίμαιρες ν᾿ ἀπαρνηθοῦν τὶς πρῶτες.
Τοὺς εἶδα πίσω νά ῾ρθουνε -- παράφρονες, ὡραῖοι
ρηγάδες ποὺ ἐπολέμησαν γι᾿ ἀνύπαρχτο βασίλειο --
καὶ σὰν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πὼς ρέει,
τὴν ἀνοιχτὴ νὰ δείξουνε μάταιη πληγῆ στὸν ἥλιο!


  Παράτα τα Νικόλας Άσιμος ‧ 1978 Παράτα το σχολειό παράτα αυτό το χάλι Να είσ αφεντικό του εαυτού σου πάλι Παράτα τα θρανία και τ αμφιθέατ...