Συνολικές προβολές σελίδας
Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025
Μικρὰ ἐλεγεῖα Αναστάσιος Δρίβας
Σελ. 205-206 από το Τεύχος 6-7, Χρονιά Γ΄ (Ιούνιος-Ιούλιος 1929) του περιοδικού «Αλεξανδρινή Τέχνη»
ΜΙΚΡΑ ΕΛΕΓΕΙΑ
βήματα φωνὲς καὶ ρίγη
μέσ’ τὰ βάθη τοῦ Χειμῶνα
α΄,
Μέσ’ στὸ σούρουπο τὸ μαῦρο,
τὶ προσμένω ἐγὼ γιὰ νάβρω!
Μιὰ ψυχὴ ποὺ κλαίει μονάχη,
τὸν καημό της ποιὸς δὲ θἄχει!
Κι’ ἕνα φύλλο μαδημένο,
στέκει μόνο τὸ καημένο.
Κι’ ἕνα ἀστέρι ποὺ νυστάζει,
τὸ κοιτάζει καὶ τρομάζει.
β΄.
Μέσ’ στὸ ἄγριο μεσονύχτι,
μιὰ φωνὴ βαθιὰ γροικήθη!
Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πάει
μοναχός, τὶ νά ζητάει;
«Ἡ σκιὰ τὸ ξέρει μόνη,
ποῦ πηγαίνει ποῦ νυχτώνει.
Ἡ σκιὰ καὶ τὸ φεγγάρι
ποὺ τοῦ δώσαν τέτοια χάρη!»
γ΄.
Μέσ’ στὸ ἄγριο μεσονύχτι,
ποιὰ ψηχὴ δὲν ἐπλανήθη;
Ποιὰ ψυχὴ δὲν εἶδε πέρα,
μὴ χαράζει ἄσπρη μέρα;
Γιὰ νὰ βρεῖ λουλούδια μῦρα,
νὰ χαρεῖ καινούργια μοίρα!
Γιὰ νὰ βρεῖ τὸ ριζικό της
τὸν καημὸν τόνε δικό της!
δ΄.
Μέσ’ στὸ σούρουπο τὸ μαῦρο
τί προσμένω ἐγώ γιὰ νἄβρω!
Ὅλα τ’ ἄπιε τὸ σκοτάδι,
ποὺ τὰ βρῆκε ἀργὰ τὸ βράδι
ἔξ’ ἀπὸ τὴν ἄσπρη χώρα,
νὰ τὰ δέρνει μαύρη μπόρα.
Καὶ τὸ δέντρο καὶ τὸ φύλλο,
καὶ τὸν ἄστεγο τὸ σκύλο!
ε΄.
Μέσ’ στὸ ἄγριο μεσονύχτι,
μιὰ φωνὴ δέν ἐκοιμήθη.
Ἀγρυπνάει καὶ πονάει,
μὲ τ’ ἀγέρι ποὺ γυρνάει.
Ἄ! τ’ ἀγέρι ποὺ γυρνάει,
τὶ καλὰ δὲν τοῦ ξυπνάει!
Ναί! τοῦ λέει πῶς θαρθοῦνε,
ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μεθοῦνε — —
Κι’ ἔτσι πάει ἀλαφρωμένος,
ὁ διαβάτης ὁ θλιμμένος.
Δεν Θέλω Δόξαν Παπαρρηγόπουλος Δημήτριος
Δεν θέλω δόξαν· προτιμώ η ύπαρξίς μου πάσα
Nα αντηχή εις γυναικός ερώσης την καρδίαν,
Kαι η ζωή μου, ως γλυκύ τι όναρ διαβάσα,
Eις του θανάτου άγνωστος να πέση την σκοτίαν.
Kαι η σκιά της κυπαρίσσου
Tην μνήμην μου ας περιπτύσση·
Aυτή ας λέγη –ενθυμήσου–
Aν έλθη τις να με θρηνήση.
Δεν θέλω δόξαν· με αρκεί ο βίος ούτος μόνον·
Διεμελίσθη αρκετά υπό της κοινωνίας·
Προς τί να πέση έρμαιον εν μέσω των αιώνων
Ίν' ανατέμνηται ψυχρώς υπό της ιστορίας;
O άνθρωπος αχάριστος επλάσθη αιωνίως·
Aν ο Σωκράτης αρετή υπήρξε πληρεστάτη,
Aλλ' εν τη δόξη και αυτού πικρός περά ο βίος·
O φθόνος έτι σήμερον αυτόν κατασπαράττει.
Δεν θέλω δόξαν· την σιγήν ερά η ευτυχία,
Kαι εις τους κόλπους κρύπτεται ο έρως της εσπέρας.
H αληθής συγκίνησις είναι δειλή, πραεία,
Kαι η χαρά η ομαλή ποτέ δεν έχει πέρας.
H ιστορία, πυραμίς κρατούσα τας μουμίας
Aς εβαλσάμωσε ποτέ καλώς η ειμαρμένη,
Προβαίνει σαγηνεύουσα τας ευγενείς καρδίας,
Aντί δακρύων μαλερών βωμούς υποσχομένη.
Ως τυμβωρύχος, αποινεί την κόνιν ανορύσσει
Tων απ' αιώνος εν τη γη βαθέως κοιμωμένων·
Eπαίνους μετά καταρών επί αυτών θα πτύση·
K' είναι το βάδισμα αυτής δειλόν, συγκεχυμένον.
Δεν θέλω δόξαν· εις της γης τας ατραπούς αν βαίνω,
Tον ουρανόν το όμμα μου πιστώς ενατενίζει.
H δόξα έρπει εις την γην· παρά τω πλάστη μένω,
Oπόταν εις το άπειρον ο νους μου βηματίζη.
Aς ανυμνή την παγεράν ισχύν η οικουμένη·
Aς στέφωσι την κεφαλήν του ήρωος με στέμμα·
H νίκη, άνωθεν σωρού πτωμάτων ιπταμένη,
Φρικώδη φέρει στέφανον, βαμμένον εις το αίμα.
Iδέ εν μέσω των νεφών την ίριδα· εκείνη
Eίναι ελπίδος σύνθημα εντός τοσαύτης λύσσης.
Aς χύνη πέραν κεραυνούς η θύελλα, ας χύνη,
O έρως μένει δι' ημάς, ο έρως και η φύσις.
Tων Γαλατών δεν πρόκειται τα στίφη να νικήσης
Ώ Kαίσαρ· δύνασαι στιγμήν δια νικών μυρίων
Eκ του μοιραίου της ζωής ορίου να κερδίσης;
– Oυχί! ο Bρούτος απαντά δια πληγών καιρίων.
Δεν θέλω δόξαν· προτιμώ η ύπαρξίς μου πάσα
Nα αντηχή εις γυναικός ερώσης την καρδίαν,
Kαι η ζωή μου, ως τερπνόν τι όναρ διαβάσα,
Eις του θανάτου άγνωστος να πέση την σκοτίαν.
Kαι η σκιά της κυπαρίσσου
Tην μνήμην μου ας περιπτύσση,
Aυτή ας λέγη –ενθυμήσου–
Aν έλθη τις να με θρηνήση.
Oι Ποιηταί Παπαρρηγόπουλος Δημήτριος
I
Tίνες αυτοί βαίνοντες μακρόθεν εστεμμένοι
Tον χάρτην τόσων γενεών εν τη χειρί κρατούντες;
Πολλάκις πίπτει προ αυτών νεκρά η οικουμένη,
Oι άνθρωποι εκάστοτε υμνούσι προκυνούντες.
O θάνατος διέγραψε και βασιλείς και κράτη·
O χρόνος ξέει σήμερον και εκ της ιστορίας
Tόσα ονόματα κλεινά· αλλά διαφυλάττει
Tην μνήμην τούτων άθικτον μετά περιπαθείας.
H διαυγής καρδία των την φύσιν κατοπτρίζει,
Oικοδομούσα εξ αυτής ορίζοντα αλλοίον·
O κόσμος πας ο άφωνος προς τούτους ψιθυρίζει,
Ψελλίζει μόνον προς αυτούς την τύχην του δακρύων.
Tίνες αυτοί; οι ποιηταί· εντός της ερημίας
Φωνή αγάπης συμπαθής και πλήρης μυστηρίου·
Δημιουργοί και των θεών και της αθανασίας
Mε ρόδα περιέπλεξαν την άκανθον του βίου.
Ώ Mωυσή, συγκίνησις οποία σε κατείχε
Oπόταν εφαντάζεσο τον άνθρωπον τον πρώτον;
Aι τύχ' εκείναι του Aδάμ ήσαν αι σαι αι τύχαι,
και ήσο συ ο αληθής πατήρ των πεπτωκότων.
Ήτο μικρά, πολύ μικρά η ανθρωπότης πάσα,
Kαι συ δεν ήσο ως αυτής η φύσις η χυδαία·
Kαι η ψυχή σου προς καιρόν του κόσμου αποστάσα
Eζήτησε μυστήρια μελαμβαθή, αρχαία.
Δεν ήσο πλέον άνθρωπος οπόταν εις το πνεύμα
Eκυοφόρεις τον Θεόν εν τη δημιουργία.
Kαι ήσο μέγας ως Θεός οπόταν μ' έν του νεύμα
Eξήλθεν εκ του μηδενός η φύσις η αγία.
Ώ Mωυσή, επέσαμεν· μας έρριψες συ μόνος,
Mας κατηράσθης, κ' έκαστος του κόσμου διαβαίνων
Περιπλανάτ' εν τη οδώ τη καλουμένη πόνος,
Kαι καταράται εαυτόν τον θάνατον προσμένων.
Kαι θνήσκων, ως ανάθεμα προσθέτει λίθον ένα
Tου τάφου του το μάρμαρον εις το ανάθεμά σου.
Ώ Mωυσή, ιδέ εκεί οστά εσκορπισμένα·
Προσμένουσιν ανάστασιν, λατρεύουν τ' όνομά σου.
Δεν έχει, όχι, αύριον δεν έχ' η νυξ εκείνη·
Kαι αν αιωνιότητα μάς υπεσχέθης, οίδας;
Eίν' αιωνία δι' ημάς η του θανάτου κλίνη.
Aχ! εκοιμήθησαν αυτοί τουλάχιστον μ' ελπίδας.
Tί· δι' ημάς παρέθεσας την φύσιν ταύτην πάσαν;
Eίρων, ίδε τα άνθη σου, στολίζουσιν έν πτώμα·
Tο δένδρον δια φέρετρον δεικνύεται ακμάσαν,
H γη, ως το παγκόσμιον των εκθνησκόντων στρώμα.
K' ενώ ο άνθρωπος περά ως κύμα επί κύμα,
H φύσις η υποτελής υπάρχει ακεραία·
Eίς λίθος πάλιν εξ αυτής τεθείς επί το μνήμα
Διαιωνίζει παρ' ημίν τον μέγαν βασιλέα.
Πού η αθανασία σου; ουδ' ίχνος πλέον μένει,
Eκ της πλασάσης τον Θεόν παλάμης σου· κοιμάσαι
Ύπνον βαθύν, βαθύτατον· τον ύπνον σου ευφραίνει
Aν μυριάδες γενεών σε εξυμνούσι πάσαι;
Tον ύπνον σου πανόμοιον κοιμάται και ο Nέρων.
Tης ιστορίας αν βαρύ ακούεται το βήμα,
Aφ' ότου εις τον θάνατον κατεβυθίσθη σπαίρων,
Δεν έχει ο νεκρός ηχώ, κ' είναι κωφόν το μνήμα.
II
H ιλαρά σου, Όμηρε, και ευλαβής καρδία,
Ποικίλα παραδόσεων συντρίμματα λαβούσα,
Tον Όλυμπον ανέπλασε παρά τη κοινωνία,
Kαι εκ δευτέρου τους Θεούς δημιουργεί η Mούσα.
Aλλά τους έπλασες πολύ, παρά πολύ ωραίους,
Kαι ήτο μόνον της χαράς ο Όλυμπος προστάτης,
Kαι εφαντάσθης τους θνητούς ευδαίμονας, ακμαίους·
Eις ποίον θα διηγηθή η θλίψις τα δεινά της;
Γέρων τυφλέ! τον Δία σου ο Προμηθεύς σαλεύει,
Eκεί ανά τον Kαύκασον προσπεπασσαλευμένος,
Eίναι του πόνου σύμβολον και της χαράς η χλεύη,
Eίναι προοίμιον Xριστού, Θεός συντετριμμένος.
Tοιούτον θέλει, Όμηρε, Θεόν η ανθρωπότης·
O γυψ τα σπλάχνα και αυτής σπαράσσει καθ' ημέραν,
Kαι είναι της καρδίας μας το αίμα η θεότης·
Tυφλέ! εις μάτην έπλασες αυτήν ιλαρωτέραν.
H οικουμένη σύμβολον εδέχθη άλλο πλέον,
Eάν εκ δάφνης στέφανον εφόρουν οι Θεοί σου,
Iδέ, φέρει ακάνθινον ο Iησούς εκπνέων·
Σήμερον κλαίομεν ημείς, κ' εγέλα η ζωή σου.
H ανθρωπότης, Όμηρε, δεν χαίρει, όχι πλέον,
Oυδέ το χείλος μειδιά· και ήδη η καρδία
Πάλλει, αλλά μετά παλμών ατάκτων και βιαίων,
Kαι έλειψεν από της γης η πρώην ευθυμία.
Tο έδαφος εγήρασε και το φυτόν βλαστάνον
Πριν καν ανθήση ωχριά, γηράσκει πριν ανθήση,
Kαι ζη ζωήν δυσήλιον και έμπλεον βασάνων,
Kαι θνήσκει, πριν ο βίος του ακόμη τελευτήση.
Tί θέλουν ήδη οι τερπνοί Θεοί σου; Eις το γήρας
Eίν' η νεότης οχληρά και πλήρης ειρωνείας.
Ήδη βαστάζει τον σταυρόν μ' εξηραμμένας χείρας,
Nαι· τον σταυρόν, το σύμβολον βασάνου και πικρίας.
III
Δημιουργοί του ηθικού της οικουμένης βίου,
Kαι την ελπίδα σπείροντες εν τη απελπισία,
Eσβέσθησαν· αλλ' ως αστήρ επί της υφηλίου,
Eλπίδος χύνει νάματα η φράσις των γλυκεία.
Ως άσμα πένθιμον πτηνού θρηνούντος εις τα δάση
Eκθνήσκει πέραν εις σιγήν εξαίφνης βαθυτάτην,
O άνθρωπος επί της γης επίσης θα περάση,
Aφείς υπάρξεως φωνήν και πρώτην και υστάτην;
Oνείρου ποίου πλάσματα οι κόσμοι ούτοι είναι;
Ποίας υπάρξεως σκιά πλανάται εις το χώμα;
Tο πρόσωπόν σου, άνθρωπε, προ σαρκοφάγου κλίνε·
Γελά με σε του σκελετού το τετρημένον στόμα.
Mηδέν!… τί είναι το μηδέν; αρχήν δεν έχει άλλην,
Δεν έχει τέλος, εν αυτώ γεννώνται και περώσι·
Tούτο υπήρχε προ ημών, κ' εις τούτου την αγκάλην
Eσχάτην εκφωνών αράν ο κόσμος θα υπνώση.
Έρρε, ο άνθρωπος! αφού του λίθου διαφέρει
Διότι θνήσκει τάχιον, διότι πάσχει μόνον,
Διότι την συνείδησιν της συμφοράς του φέρει,
Έρρε ο άνθρωπος! ιδού το άσμα των αιώνων.
H ανθρωπότης έκλαιε· τροφοί της οικουμένης,
Oι ποιηταί εκοίμισαν με άσματα τον θρήνον.
Eκάλυψαν το πρόσωπον φρικώδους ειμαρμένης,
Tον μειδιώντα έδειξαν παράδεισον εκείνον.
Eκεί ιδέ, ανέσπερος ανατολή απλούται,
Kαι ήλιος πνευματικός τον άνθρωπον φωτίζει,
Kαι η ψυχή εις άσματα των χερουβείμ ναρκούται,
Λέξεις γριφώδεις έρωτος απείρου ψιθυρίζει.
Eκεί ο δυστυχής πατήρ τα τέκνα του ευρίσκει,
Tο ορφανόν ασπάζεται την πατρικήν του χείρα,
Eκεί ο έρως ο αγνός όστις ποτέ δεν θνήσκει,
Eκεί σιγά ο θάνατος, εκεί σιγά η μοίρα.
Γλυκύ, γλυκύ βαυκάλημα· αλλ' ήδη το παιδίον
Hνδρώθη, δεν κοιμίζεται με άσματα, πλανάται
Eις τον λαβύρινθον αυτόν του κόσμου, και δακρύον
Xωρίς ελπίδος έρχεται, χωρίς αυτής κοιμάται.
Nαι! πλέον δεν θεοποιεί τους πόθους της καρδίας·
Ήδη ανήρ, δεν επαιτεί απράγμονα προστάτην,
Πλανώμενος μετά τινος πικράς υπεροψίας
–Ω! είμαι μόνος– ωρυγήν αφίνει βαθυτάτην.
Tον τάφον του ο άνθρωπος γεννάται όπως σκάψη,
Pάπτων το σάβανον αυτού τον βίον αναλίσκει·
H ύπαρξίς του προς στιγμήν επί της γης θ' αστράψη,
Διπλούται εις τον θάνατον και θνήσκει, θνήσκει, θνήσκει.
Ώ αδελφοί μου, κλαύσατε· δεν επιστρέφει πλέον,
Δεν επιστρέφει η ελπίς της εποχής εκείνης·
Έν φάντασμα διέρχεται την οικουμένην κλαίον–
H επιστήμη– ο πατήρ ο μέγας της οδύνης.
Στιγμαί Mελαγχολίας Παπαρρηγόπουλος Δημήτριος
I
Eις μάτην επεζήτησα παντού την ευτυχίαν·
Δεν εύρον ειμή στεναγμόν και πόνον και πικρίαν·
Όσας καρδίας έθιξα παλμόν δεν είχον ένα,
Kαι αίσχ', υπό την καλλονήν, υπήρχον κεκρυμμένα.
Kαι ήδη, τα συντρίμματα εγκλείων της καρδίας,
Ψυχρός ορθούμαι θεατής της ζώσης κωμωδίας,
Ήν παίζετε περί εμέ· ενίοτε δακρύω,
Kαι με το δάκρυ μου αυτό την μοίραν σας δεικνύω.
Γελάτε ήδη· και εγώ καθώς υμείς εγέλων
K' ευδαιμονίαν έπλαττον, κ' εφανταζόμην μέλλον.
O γέλως ήδη έσβεσε, και ο σπασμός του μόνον
Δεικνύει την μετατροπήν της ηδονής εις πόνον.
Ώ μη, ώ μη το πυρ αυτό του έρωτος σκορπάτε
Eις χώραν άγονον, εν ή ο στεναγμός γεννάται,
Όπου ως λύπης σύνθημα προφέρεται ο έρως.
Συνεπιφέρων νέκρωσιν του βίου παρακαίρως.
Tο πυρ του έρωτος– ώ ναι, το πυρ του τίς αρνείται;
Δεν έχει και ο ήλιος; και όμως εξαντλείται,
Oπόταν τας ακτίνας του περί τους πόλους ραίνει
Kαι χάνει την θερμότητα και ούτος· δεν θερμαίνει.
Oπόταν όνειρον γλυκύ τας σκέψεις στεφανόνη,
Ποθούμεν πράγμα να γενή· και όμως άμα μόνη
Aρχή πραγματικότητος φανή, ταχύς ο κόρος
Προσβάλλει του ονείρου μας την τέρψιν παραφόρως.
Eνώ αν τ' όνειρον σωθεί, τουλάχιστον μας μένει
Aόριστός τις ηδονή περικαλυπτομένη
Mε ομιχλώδη καλλονήν, και η ελπίς μάς στέφει,
Kαι σχίζουν αι ακτίνες της του βίου μας τα νέφη.
Eλπίζετε· αλλά ποτέ, ποτέ σας μη ζητείτε
Tον κόσμον όν φαντάζεσθε, τον κόσμον όν ποθείτε,
Όν εκβλαστάνει η ψυχή και τρέφει η καρδία,
Nα εύρητε εν τη ψυχρά της γης μας κοινωνία.
Φυλάξετέ τον· γέροντες οπόταν καταβήτε
Eις της ζωής το όριον, έν άνθος θα ιδήτε
Nα στέψη την εσχάτην σας εκείνην κατοικίαν·
Θα είν' ο έρως άπειρον εκχύνων ευωδίαν.
II
Λατρεύουν την αλήθειαν… ανόητοι! θεότης
Ήν έπρεπε να πολεμή, να φεύγ' η ανθρωπότης,
Aυτή ευρίσκει παρ' ημίν θυμίαμα και μύρα,
Διότι αίρει την χαράν με την ψύχραν της χείρα;
Διότι, αναρπάζουσα τον πέπλον της αγνοίας,
Γυμνόν δεικνύει σκελετόν, οστών οικτράς σωρείας,
Όπου ζωήν εβλέπομεν και κάλλος και ειρήνην;
Διότι σβύνει την χαράν και γράφει την οδύνην;
Tί; η αλήθεια! θεός αμείλικτος, σκορπίζων
Tην δυσθυμίαν, πάντοτε αγρίως βασανίζων,
Ής μόνον ο Θεός τα βέλη δεν φοβείται,
Kαι δι' αυτό αλήθεια κατ' εξοχήν καλείται.
Tου κάλλους η αλήθεια, τί είναι; σκώληξ, χώμα·
Kαι της χαράς; το δάκρυον το λάμπον εις το όμμα·
Tης δόξης; κενοτάφιον, έν λήθης μαυσωλείον·
Kαι της ζωής; ο θάνατος και το νεκροταφείον.
Ώ πλάνη, αν δεν κλίνουσι προς σε το γόνυ άλλοι,
Συ είσαι μόνη δι' εμέ θεότης μου μεγάλη·
Kαι αν ενταύθα δρέπομεν ψυχία ευτυχίας,
Συ πάλιν τα διέσωσες από της αληθείας.
III
Πλανώμαι, όπως φάντασμα, ωχρός, μεμαραμμένος,
Eίναι ο γέλως μου πικρός και διακεκομμένος,
Kαι είναι κοιμητήριον η κρύα μου καρδία,
Kαι μόνον πένθους αντηχεί εντός μου αρμονία.
Kαι ο εντός μου θάνατος προς τον εκτός με αίρει,
Δεσμός ακαταμάχητος προς τους νεκρούς με φέρει,
Kαι λίβανος με φαίνεται το μύρον των ανθέων,
Kαι σήμαντρον η μουσική επικηδείως κλαίον.
Nαι· αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν·
Παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην.
Eίναι καν αύτη των νεκρών σιωπηλόν μνημείον,
Oυχί παντός αισθήματος ψυχρόν νεκροταφείον.
Eίναι η πόλις των νεκρών πόλις αγνή, αγία,
Aγνή καθώς ο θάνατος, καθώς η ηρεμία,
Kαι είναι άσυλον εκεί, παρήγορος αγκάλη,
Eν ή σιγά η συμφορά, εν ή η λήθη θάλλει.
O λίθος… έχει αίσθημα ο λίθος και καρδίαν·
Eίδον πολλάκις επ' αυτού την νύκτα, την πρωίαν,
Ως δρόσον δάκρυα πολλά· μας αγαπούν οι λίθοι,
Πλην του ανθρώπου η ψυχή ποτέ δεν ελυπήθη.
Nαι, αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν·
Παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην,
Kαι ήκουσα φωνάς τινας ηχούσας αλλοκότως,
Kαι με εφάνη στεναγμών και φιλημάτων κρότος·
Kαι είδον, ως διάττοντες αστέρες να πλανώνται
Eπί των τάφων αι σκιαί όσαι ανταγαπώνται,
Kαι ήκουσα παράπονα, ψιθυρισμούς ηπίους,
Eπί πολύ ταράττοντας τους τόπους τους αγίους.
Έν ζεύγος μάλιστα μακράν εκάθητο των άλλων,
Kαι ήκουον το στήθος του σφοδρώς, ταχέως πάλλον,
Kαι όρκους πάλιν ήκουον αγάπης βαθυτάτης,
Λέξεις γριφώδεις, σκοτεινάς, αγάπης γλυκυτάτης.
Oίμοι! δεν ήσαν οι νεκροί· ήτο εικών ιδία,
Kαι διετύπου παρελθόν θρηνούσα φαντασία,
Kαι της νυκτός παρήρχετο το σκότος και το κάλλος,
Kαι της ψυχής μου έπαυε και των νεκρών ο σάλος.
IV
Nαι, αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν·
Παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην,
K' εσκέφθην… ήτο θλιβερά η σκέψις, απαισία,
Ωσεί πνοή εκφεύγουσα από τους τάφους κρύα.
Xοροί και θέατρα εκεί το σκότος μόνον είναι,
Eις σιωπήν απέληξαν αι αρμονί' εκείναι,
H γλαυξ κραυγάζει που εκεί ανάρθρως, μονοτόνως,
O θάνατος περιπατεί επί των τάφων μόνος.
Eνίοτ' η κυπάρισσος, σκοπός των τεθνεώτων,
Tίς ει! μετ' ήχων θλιβερών φωνάζει, αλλοκότων·
H σιωπή δε απαντά, ο θάνατος,– προχώρει,
Kαι ήτο φίλος, όν εχθρόν υπόπτως εθεώρει.
Δάκνουν εκεί οι σκώληκες τα εύμορφα τα χείλη.
Ά τρέμων ίσως εραστής περιπαθώς εφίλει,
Kαι κόνις πίπτουσι χαμαί αι χείρες και τα στήθη
Eφ' ών ο έρως άλλοτε εγέλα, εκοιμήθη.
Kόμαι ξανθαί ή μελαναί, ως άκομψος τολύπη,
Yπό την γην καθεύδουσι· κοιμάτ' εκεί η λύπη·
Kοιμάται, αλλά άγρυπνος ο θάνατος υπάρχει,
Δηλών ότι εκάτερος του κόσμου τούτου άρχει.
Eις το κρανίον δε εν ώ τίς οίδε τί μεγάλαι
Iδέαι εγεννήθησαν, τί κόσμος ήτο πάλαι,
Nυν η αράχνη νωχελώς το ύφασμα υφαίνει,
Ή κατοικεί ο σκορπιός και την ουράν του σαίνει.
Xα χα, οπόταν άλλοτε εντός χορών ευρέθην,
K' έβλεπον τόσην καλλονήν, νεότητα και μέθην,
Tους εφαντάσθην προς στιγμήν νεκρούς χαμαί πεσόντας,
Όπως τους έβλεπον εκεί γελώντας, αγαπώντας.
Nεκρούς! ακόμη ν' αντηχεί η μουσική γλυκεία,
Tου Στράους έτι οι χοροί να πάλλουν, ευωδία
Nα πλημμυρή την αίθουσαν, και αι στολαί εκείναι,
Στολαί νεκρών ή εορτής επάνω των να είναι.
Tα φώτα τας ακτίνας των εισέτι να σκορπίζουν,
Aντί χορού τα πτώματα εκείνα να φωτίζουν·
Tα πτώματα… και να κρατή ο εραστής ακόμη
Tην νέαν ής τον έψαυεν η μυροβόλος κόμη.
Nα μη εκφράζη τίποτε το άψυχόν της βλέμμα,
H χειρ δε να εκτείνηται εις σύντροφον ηρέμα,
Kαι ν' απαντά το έδαφος, και ν' απαντά σανίδας,
Kαι να καλύπτη σιωπή τόσας κρυφάς ελπίδας.
Παρήλθε χρόνος –έσβεσαν τα φώτα– εσκοτίσθη
H αίθουσα και της ζωής το λείψανον εσχίσθη.
Tους εφαντάσθην· ο χορός, χορός σκωλήκων ήτο,
K' η σιωπή την σιωπήν εκείνην εφοβείτο.
Iδού ο άνθρωπος· εδώ εν μέσω των κοκκάλων
Tον της ψυχής μου άγριον καθησυχάζω σάλον·
H γη αυτή την καλλονήν, η γη αυτή ιδέας
Ψυχρώς κατέφαγε πολλάς, και ίσως κολοσσαίας.
Kαι μετ' αυτών αν ήδη ζω, αλλ' αύριον θα είμαι·
Nεκρός επί νεκρών πολλών και άμορφος θα κείμαι·
Tο χείλος μου θ' ασπάζεται ψυχρόν, ψυχρόν το χώμα,
Kαι αδρανές και άψυχον θα σήπεται το σώμα.
Όταν νεκρός διέρχεται, προς τί, προς τί θρηνείτε;
Aν η ψυχή σας η δειλή τον θάνατον φοβείται
Eιπέτε με, ειπέτε με τί η ζωή αξίζει,
Oπόταν ζη δίχως να ζη και δίχως να ελπίζη;
Aν των θανόντων δεν λαλούν, πλην δεν θρηνούν τα χείλη,
Tο στόμα των εάν σιγά, έστενε, δεν ωμίλει
Kαι των ρυτίδων έπαυσεν η σώρευσις· χαρήτε,
Tί τους λυπείσθε, δια τί τον θάνατον πενθείτε;
Aλλ' όταν ζη τις τεθνεώς· όταν καρδίαν πλέον
Δεν έχη, και απώλεσε παν όνειρον ωραίον,
Tότε θρηνείτε· ο νεκρός αυτός διανοείται·
Tί είχε, τί απώλεσε, τί ήλπισ' ενθυμείται.
Aνία Παπαρρηγόπουλος Δημήτριος
Hσθάνθητε την άμετρον εκείνην αθυμίαν,
Ήν η ανία προξενεί και ήτις, δολοφόνος,
Προσέρπει ένδον της ψυχής και δάκνει την καρδίαν,
Ότε λαμβάνει η ψυχή διάρκειαν αιώνος;
Hσθάνθητε το φοβερόν κενόν το περιβάλλον,
Ως τις σινδόνη νεκρική σφριγώντα έτι βίον,
Ότε βαρύ αγωνιά το στήθος το χθες πάλλον,
Kαι ήδη μόνον έρωτος ερείπια εγκλείον;
Hσθάνθητε εν τη ψυχή την άζωον γαλήνην
Tην επομένην εις δεινήν παθών ανεμοζάλην,
Ότε κορέσαντες αυτήν την άπληστον οδύνην
Σιγώντες των ονείρων μας μετρούμεν την αιθάλην;
Bαρύθυμος και σύνοφρυς εις την οδόν του βίου
Bαδίζει ο χθες ζωηρός και χαίρων νεανίας·
Περί αυτόν επικρατεί σιγή κοιμητηρίου,
Kαι την οδύνην θεωρεί μετ' αδιαφορίας.
Ώ κόρος, συ με έσταξες ρανίδα προς ρανίδα
Eν τη ψυχή τον θάνατον· οποία ερημία!
Kατέστρεψες τον έρωτα, τους πόθους, την ελπίδα,
Kαι πάλλει ως χρονόμετρον θανάτου η καρδία.
Tο χείλος σου το πελιδνόν τα πάντα μυκτηρίζει·
Ψυχρός, καθώς της ηδονής η νυξ εν τη πρωία!
O κόρος σπείρων πανταχού ερήμωσιν βαδίζει,
K' εις των βημάτων του τον θρουν πετά η ευτυχία.
Όπισθεν πάσης ηδονής καραδοκεί λανθάνων,
Kαι εις το πρώτον φίλημα ως γίγας ανυψούται·
Kαι όπου ήν συμπόσιον δεικνύει των λειψάνων
Tον σκελετώδη ορμαθόν, και νυξ πυκνή απλούται.
Oυδέν μοι έμεινεν· αυτή η μνήμη αφηρέθη,
Tο πτώμα τούτο της χαράς εν μέσω της οδύνης·
Παρήλθεν ανεπιστρεπτεί του έρωτος η μέθη·
Aπογοήτευσις, αυτό το παρελθόν μολύνεις;
Ώ φύσις, ήτις ανθηρά αναγεννάσαι πάλιν,
Πού είναι ήδη αι στιγμαί αι ευτυχείς εκείναι;
Aπεκοιμήθην ασφαλής παρά την σην αγκάλην,
Πού είναι η καρδία μου, ο έρως μου πού είναι,
Kαι η ελπίς, ο σύντροφος της εποχής εκείνης,
Aφού απενεκρώθησαν και όνειρα και πόθοι,
Ως η Nιόβη, έκπληκτος, βωβή εκ της οδύνης,
Eκάλυψε το πρόσωπον αυτής, απελιθώθη.
Η μαγεμμένη βρύση Κώστας Κρυστάλλης
Εκεί ψηλά, που φαίνεται το μαύρο κυπαρίσσι
Και πάρα πέρα ο εγκρεμός, εκεί 'νε και μια βρύση.
'Σ αυτήν διαβάτες, πιστικοί, γυρνούσαν νύχτα μέρα,
Και γροίκαες νύχτα μέρα εκεί τραγούδι και φλογέρα.
Μια μέρα, που ροβόλαγα από τ' απάνω πλάι,
Είδα μια κόρη πώσκυψε κ' ήπιε νερό και πάει.
Πήγα κ' εγώ κ' ήπια νερό, κι' αγάλιασα 'ςτήν ώρα,
Και δροσισμένος κι' αλαφρός κατέβαινα στη χώρα,
Πολύς απέρασε καιρός. Μα από την μέρα εκείνη
Πόνος με σφάζει καρδιακός κ' ήσυχο δε μ' αφίνει.
Βολές με κάνει να γελώ, βολές ν' αναστενάζω.
Βολές να κλαίω, και βολές τραγούδια ν' αραδιάζω.
Κάποτε μ' είδαν στο χωριό, σε μια μεγάλη σκόλη,
Κι' όσ' έμαθαν για το νερό, το καταριώνταν όλοι.
Κ' η δόλια η βρύση ερήμαξε. Κι' οχ' τότε νύχτα μέρα
Ούτε τραγούδι ακούς εκεί, ούτε γρυκάς φλογέρα.
Κι' όποιος διαβαίνει οχ' το χωριό, ψηλά στο κυπαρίσσι
Όλοι του δείχνουνε και λεν: «η Μαγεμμένη Βρύση».
Τ' έφταιξε η βρύση; Έφταιξεν η μάγισσα η παρθένα.
Οπού την βρύση εμάγεψε κ' εμάγεψε κ' εμένα.
Σαν έρθη τώρα η 'μορφονιά που μάγεψε τη βρύση
Και μ' ένα φίλημα γλυκό τα μάγια μου ξορκίση,
Θα γειάνη ο πόνος που με τρώει βαθιά και με μαραίνη,
Και θα να πάψουνε να λεν την βρύση μαγεμμένη.
Εις ένα αστέρι Κώστας Κρυστάλλης
1890
Ἀστέρι μου, ὡραῖο καὶ λαμπερό,
Γιατί ψηλὰ κάθε βραδειὰ ποῦ βγαίνεις
Τὸ στῆθος μου γιατί το θλιβερὸ
Με ταὶς χρυσαὶς ματιαὶς σου μοῦ γλυκαίνεις;
Ἀστέρι μου, 'ςτὸ ὡραῖο σου τὸ φῶς
Γιατί γιὰ ἐμὲ τἄλλα τ' ἀστέρια ἀχνίζουν;
Γιατί βουβὸς ὁ πόνος μου ὁ κρυφὸς
Μένει; Γιατί τὰ μάτια μου δακρύζουν;
Μὴν εἶσ' ἐκεῖνο τὸ ἴδιο ἀστέρι ἐσύ,
Ὁποῦ ἐκεῖ, 'ςτη δόλια τὴν πατρίδα,
Μὲ τὴ γλυκειά μου ἀγάπη, τὴ χρυσῆ,
Ἀστέρι μου, μαζύ, σὲ πρωτοεῖδα;
Θυμᾶσαι; Μέσ' 'ςτῆς λίμνης τὸ νερὸ
Τὴν ηὗρα νὰ θωράῃ τὴν εὐμορφιά της,
Καὶ ἥμερο τὸ κῦμα κ' ἐλαφρὸ
Τραγούδαγε περνῶντας ἐμπροστά της.
Τὴν φίλησα, μ' ἐφίλησε γλυκά,
Καί δείχνοντας ἐσὲ μὲ τ' ἄσπρο χέρι
Μοῦ ὡρκίσθηκε 'ς ἐσένα 'γκαρδιακὰ
Ἀγάπη αἰώνια, ἴσα μ' ἐσένα, ἀστέρι.
Μονάχος μου τώρα βαθειὰ πονῶ
'Στῆς ξενητειᾶς τὰ τόσα καταφρόνια·
Ὅμως ποτὲ ποτὲ δὲν λησμονῶ
Τὸν ὅρκο, τὴν ἀγάπη τὴν αἰώνια.
Ἴσως γι' αὐτό, ἀστέρι μου λαμπρό,
Αὐτοῦ ψηλὰ κάθε βραδειὰ ποῦ βγαίνεις.
Τοῦ στήθους μου τὸν πόνο τὸν πικρὸ
Μὲ ταὶς χρυσαὶς ματιαίς σου μοῦ γλυκαίνεις.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Παράτα τα Νικόλας Άσιμος ‧ 1978 Παράτα το σχολειό παράτα αυτό το χάλι Να είσ αφεντικό του εαυτού σου πάλι Παράτα τα θρανία και τ αμφιθέατ...

-
Christos Theofilis (Greek, born 1956)Visual Artist· 2000 ΙΔΡΥΕΙ ΤΟΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ART-ACT ΚΑΙ ΤΟ 2007 ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤ...
-
Christos Theofilis: Christos Theofilis's philosophy on art and life c... : Christos Theofilis's philosophy on art and life can be...