Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2025

 Γιάννης Σκαρίμπας

ΧΑΛΚΙΔΑ
(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!
νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη–
ένας λυπημένος πιερότος!
Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ώ Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτος
ήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…
Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
πάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
Ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια
τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα
καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότο
καί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:
Άχ, νεκρόν στό χώμα –νά φωνάζεις– είδα
έναν μου ακόμη πιερότο! . . .
ΦΑΝΤΑΣΙΑ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.
Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.
Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . . .
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Πού τήν είδα; Συλλογίζομαι άν στούς δρόμους
τήν αντίκρυσα ποτές μου ή στ' αστέρια,
τούς χυτούς της φέρνει η ιδέα μου τούς ώμους
δίχως χέρια!
Δίχως χέρια . . . Τό μάτι της γυαλένιο
άς μή μ' έβλεπε – μ' εθώρει κι ήταν τ' όντι
ρόδο ψεύτικο τό γέλιο της – κερένιο –
καί τό δόντι.
Τήν στοχάζομαι. Η φωνή της, λές, μού εμίλει
ριγηλή σάν μέσ' σέ όνειρο – και τ' όμμα
ήταν σφαίρα. Σπασμός τρίγωνος τά χείλη
καί τό στόμα.
Τ' ήταν; πνεύμα; Μήν φτιαγμένη ήταν, ωϊμένα,
ύποπτεύομαι – καί τρέμω νοερά μου –
απ' τό ίδιο ύλικό πούναι φχιαγμένα
τά όνειρά μου; . . .
Αχ πώς τρέμω! ο νούς μου πάει σ' ιδέες πλήθος,
σέ μπαμπάκια καί καρτόνια – ο νούς μου βάνει
γεμισμένο της μήν ήτανε τό στήθος
μέ ροκάνι!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ώ Κυρά μου – Άγγελε – Σύ – των μειρακίων
πόχεις τό γέλιο, ώ χαύνη κόρη των πνευμάτων,
σέ μια βιτρίνα σ' έχουν στήσει γυναικείων
φορεμάτων. . .


 Οι Φίλοι, ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

Πήγαιναν τα σύγνεφα έρημα στο δείλι,
τα βουνά βουβά στην ατμοσφαίρα,
ταξιδεύαν μου –αμίλητοι– οι φίλοι
στον αγέρα.
Είπα: οι φίλοι μου!… Η ζωή μου τρέμει–
οι τελευταίοι πάν’ μονάχοι τους οι τόποι,
άπιαστες οι γνωριμίες μου ανέμοι
κι οι ανθρώποι.
Όνειρο ήταν, ήταν πλάνη το πώς
ζούμε, φτάνει η ζωή μας φίλους νάχει,
χώρια ή αντάμα πάμε, όπως
και μονάχοι.
Όπως τα σύγνεφα έρημα στο δείλι,
τα βουνά βουβά στην ατμοσφαίρα,
όπως αμίλητοι πάνε μου οι φίλοι
στον αγέρα…


Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)
ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΜΟΥ
Δικά μου οἱ στίχοι, ἀπ᾿ τὸ αἷμα μου, παιδιά.
Μιλοῦνε, μὰ τὰ λόγια σὰν κομμάτια
τὰ δίνω ἀπὸ τὴν ἴδια μου καρδιά,
σὰ δάκρυα τοὺς τὰ δίνω ἀπὸ τὰ μάτια.
Πηγαίνουν μὲ χαμόγελο πικρό,
ἀφοῦ τὴ ζωὴν ἀνιστορίζω τόσο.
Ἥλιο καὶ μέρα καὶ ἥλιο τοὺς φορῶ,
ζώνη νὰν τά ῾χουν ὅταν θὰ νυχτώσω.
Τὸν οὐρανὸν ὁρίζουν, τὴ γῆ.
Ὅμως ρωτιοῦνται ἀκόμα σὰν τί λείπει
καὶ πλήττουνε καὶ λιώνουν πάντα οἱ γιοὶ
μητέρα ποὺ γνωρίσανε τὴ Λύπη
Τὸ γέλιο τοῦ ἁπαλότερου σκοποῦ,
τὸ πάθος μάταια χύνω τοῦ φλαούτου·
εἶμαι γι᾿ αὐτοὺς ἀνίδεος ρήγας ποὺ
ἔχασε τὴν ἀγάπη τοῦ λαοῦ του.
Κεῖ ρεύουνε καὶ σβήνουν καὶ ποτὲ
δὲν παύουνε σιγά-σιγὰ νὰ κλαῖνε.
Ἀλλοῦ κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ·
Λήθη, τὸ πλοῖο σου φέρε μου νὰ πλένε


  Παράτα τα Νικόλας Άσιμος ‧ 1978 Παράτα το σχολειό παράτα αυτό το χάλι Να είσ αφεντικό του εαυτού σου πάλι Παράτα τα θρανία και τ αμφιθέατ...