Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025


 Εις Θάνατον

Ανδρέας Κάλβος



α΄.
Εις τούτον τον ναόν,
των πρώτων Χριστιανών
παλαιότατον κτίριον,
πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι
γονατισμένος; 5

β΄.
Όλην την Οικουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ήσυχα, παγωμένα,
τα μεγάλα πτερά
της βαθείας νύκτας. 10

γ΄.
Εδώ σίγα· κοιμώνται
των αγίων τα λείψανα·
Σίγα εδώ, μη ταράξης
την ιεράν ανάπαυσιν
των τεθνημένων. 15

δ΄.
Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν·
κτυπά με' βίαν· ανοίγονται
του ναού τα παράθυρα
κατασχισμένα. 20

ε΄.
Από τον ουρανόν,
όπου τα μελανόπτερα
σύννεφα αρμενίζουν,
το ψυχρόν της αργύριον
ρίπτει η σελήνη. 25

ς΄.
Και ένα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον·
σβησθέν λιβανιστήριον,
κερία σβηστά και κόλυβα
έχει το μνήμα. 30

ζ΄.
Ω παντοδυναμώτατε!
τι είναι; τι παθαίνω;
ορθαί εις την κεφαλήν μου
στέκονται η τρίχες!... λείπει
η αναπνοή μου! 35

η΄.
Ιδού, η πλάκα σείεται...
ιδού από τα χαράγματα
του μνήματος εκβαίνει
λεπτή αναθυμίασις
κ' εμπρός μου μένει. 40

θ΄.
Επυκνώθη· λαμβάνει
μορφήν ανθρωπικήν.
Τι είσαι; ειπέ μου; πλάσμα,
φάντασμα του νοός μου
τεταραγμένου; 45

ι΄.
Ή ζωντανός είσ' άνθρωπος,
και κατοικείς τους τάφους;
χαμογελάεις;... αν άφηκας
τον άδην... ή ο παράδεισος
ειπέ μου αν σ' έχη. 50

ια΄.
―Μη μ' ερωτάς· το ανέκφραστον
μυστήριον του θανάτου
μην ερευνάς· τα στήθη,
τα στήθη 'που σ' εβύζασαν
εμπρός σου βλέπεις. 55

ιβ΄.
Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου,
αγαπητόν μου σπλάγχνον,
ανόμοιος είναι η μοίρα μας,
και προσπαθείς ματαίως
'να με αγκαλιάσης. 60

ιγ΄.
Παύσε τα δάκρυα. Ησύχασε
το πάθος της καρδιάς σου.
Αν η χαρά η ανέλπιστος,
ότι με είδες, βρέχη
τους οφθαλμούς σου 65

ιδ΄.
Μειδίασον, χαίρου φίλε μου,
μάλλον· αλλ' αν η πίκρα,
ότι τον ήλιον άφηκα,
τώρα σε κυριεύη,
παρηγορήσου. 70

ιε΄.
Τι κλαίεις; την κατάστασιν
αγνοείς της ψυχής μου·
και εις τούτο το μνήμα
το σώμα μου αναπαύεται
από τους κόπους. 75

ις΄.
Ναι, κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή· η ελπίδες,
οι φόβοι, και του κόσμου
η χαραί και το μέλι
σάς βασανίζουν. 80

ιζ΄.
Εδώ ημείς οι νεκροί
παντοτινήν ειρήνην
απολαύσαμεν, άφοβοι,
άλυποι, δίχως όνειρα
έχομεν ύπνον. 85

ιη΄.
Σεις οι δειλοί αχνύζετε
όταν τις ψιθυρίση
τ' όνομα του θανάτου
αλλ' άφευκτος ο θάνατος,
άφευκτος είναι. 90

ιθ΄.
Μία και μόνη είναι
η οδός, και εις τον τάφον
φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη
αμάχητον με' χείρα
ωθεί τους ζώντας. 95

κ΄.
Υιέ μου πνέουσαν μ' είδες
ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ' εδίπλωνε
και με' φως και με' θάνατον
ακαταπαύστως. 100

κα΄.
Το πνεύμα οπού μ' εμψύχωνε
του Θεού ήτον φύσημα,
και εις τον Θεόν ανέβη·
γη το κορμί μου, κ' έπεσεν
εδώ εις τον λάκκον. 105

κβ΄.
Αλλά το φέγγος χάνεται
της σελήνης· σε αφίνω·
πάλιν θέλω σε ειδείν
ότε η ζωή σού λείψει,
και τότε μόνον. 110

κγ΄.
Με' την ευχήν μου ύπαγε·
άλλο δεν λέγω· θέλω
εις την συνείδησίν σου
τα λοιπά φανερώσειν
ύστερον... χαίρε... 115

κδ΄.
Τέκνον μου χαίρε... ―Πρόσμενε,
τον υιόν λυπημένον
μη παραιτήσης. Έπεσε.
Και μένουν οι οφθαλμοί μου
εις βαθύ σκότος. 120

κε΄.
Ω φωνή, ω μητέρα,
ω των πρώτων μου χρόνων
σταθερά παρηγόρησις·
όμματ' οπού μ' εβρέχατε
με' γλυκά δάκρυα! 125

κς΄.
Και συ στόμα οπού εφίλησα
τόσαις φοραίς, με' τόσην
θερμοτάτην αγάπην,
πόση άπειρος άβυσσος
μας ξεχωρίζει! 130

κζ΄.
Αι, και άπειρος ας είναι
κ' έτι φοβερωτέρα·
εκεί μέσα ατάρακτος
θέλω εγώ συντριφθείν
γυρεύοντάς σας. 135

κη΄.
Τώρα, τώρα τα χείλη μου
δύνανται 'να φιλήσουν
του θανάτου τα γόνατα·
'να στέψω το κρανίον του
δύναμαι τώρα. 140

κθ΄.
Πού είναι τα ρόδα; φέρετε
στεφάνους αμαράντους·
την λύραν δότε· υμνήσατε·
ο φοβερός εχθρός
έγινε φίλος. 145

λ΄.
Κείνος οπού το μέτωπον
τρυφερών γυναικών
αγκάλιασε, πώς δύναται
εις ανδρικήν καρδίαν
'να ρίψη φόβον; 150

λα΄.
Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον
είναι; τώρα οπού βλέπω
τον θάνατον με' θάρρος,
εγώ κρατώ την άγκυραν
της σωτηρίας. 155

λβ΄.
Εγώ τώρα εξαπλώνω
ισχυράν δεξιάν
και την άτιμον σφίγγω
πλεξίδα των τυράννων
δολιοφρόνων. 160

λγ΄.
Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα
αίματος και δακρύων
καταπατώ· και καίω
της δεισιδαιμονίας
το βαρύ βάκτρον. 165

λδ΄.
Επάνω εις τον βωμόν
της αληθείας, τα σφάγια
τώρα εγώ ρίπτω· μ' άφθονα
τον λίβανον σωρεύω,
μ' άφθονα χέρια. 170

λε΄.
Ως απ' ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει, καιγώ τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω. 175

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

  Παράτα τα Νικόλας Άσιμος ‧ 1978 Παράτα το σχολειό παράτα αυτό το χάλι Να είσ αφεντικό του εαυτού σου πάλι Παράτα τα θρανία και τ αμφιθέατ...