Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)
I Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου, πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου, τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω II Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου, Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι, Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα, Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα, Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω, Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου, Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω III Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο, Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα, Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο, ΙV Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει Πουρνὸ - πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ - πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα, Μιὰ - μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα V Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα, Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα, Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια, Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι ... ΙΧ Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα, Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση, Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι, Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη, Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω, |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.