Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

ἀπὸ τὴ συλλογή
Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ

Ἡ δύσκολη Κυριακή

Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ κοιτάζω πρὸς τ᾿ ἀπάνω ἕνα πουλὶ καλύτερο
ἀπ᾿ τὸ πρωὶ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου

Σπασμένα φλυτζάνια στὰ χαλιὰ
πορφυρὰ λουλούδια τὰ μάγουλα τῆς μάντισσας
ὅταν ἀνασηκώνει τῆς μοίρας τὸ φουστάνι
κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά
ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο
ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά

Ἔξω ἀλαλάζουν οἱ καμπάνες
ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλὰ στριφογυρίζουνε μιὰ χαραυγὴ
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ἕνας ἀετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τὰ μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους σκοποὺς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο

Ἤτανε παγωνιὰ
δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα ποὺ πέθαναν ὅλοι
κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν ἀκρωτηριασμένο φίλο
καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι συντροφιὰ

Ὁ σωτήρας

Μετρῶ στὰ δάχτυλα τῶν κομμένων χεριῶν μου
τὶς ὦρες ποὺ πλανιέμαι στὰ δώματα αὐτὰ τ᾿ ἀνέμου
δὲν ἔχω ἄλλα χέρια ἀγάπη μου κι οἱ πόρτες
δὲ θέλουνε νὰ κλείσουν κι οἱ σκύλοι εἶναι ἀνένδοτοι

Μὲ τὰ γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στὰ βρώμια αὐτὰ νερὰ
μὲ τὴ γυμνὴ καρδιά μου ἀναζητῶ (ὄχι γιὰ μένα)
ἕνα γαλανὸ παράθυρο
πῶς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
δίχως μιὰ χαραμάδα φῶς
δίχως μιὰ ἀναπνοὴ ὀξυγόνου
γιὰ τὸν ἄρρωστο ἀναγνώστη

Ἀφοῦ κάθε δωμάτιο εἶναι καὶ μιὰ ἀνοιχτὴ πληγὴ
πῶς νὰ κατέβω πάλι σκάλες ποὺ θρυμματίζονται
ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὸ βοῦρκο πάλι καὶ τ᾿ ἄγρια σκυλιὰ
νὰ φέρω φάρμακα καὶ ρόδινες γάζες
κι ἂν βρῶ τὸ φαρμακεῖο κλειστὸ
κι ἂν βρῶ πεθαμένο τὸ φαρμακοποιὸ
κι ἂν βρῶ τῇ γυμνὴ καρδιά μου στὴ βιτρίνα τοῦ φαρμακείου

Ὄχι ὄχι τέλειωσε δὲν ὑπάρχει σωτηρία

Θὰ μείνουν τὰ δωμάτια ὅπως εἶναι
μὲ τὸν ἄνεμο καὶ τὰ καλάμια του
μὲ τὰ συντρίμια τῶν γυάλινων προσώπων ποὺ βογγᾶνε
μὲ τὴν ἄχρωμη αἱμορραγία τους
μὲ χέρια πορσελάνης ποὺ ἁπλώνονται σὲ μένα
μὲ τὴν ἀσυχώρετη λησμονιὰ

Ξέχασαν τὰ δικά μου σάρκινα χέρια ποὺ κόπηκαν
τὴν ὥρα ποὺ μετροῦσα τὴν ἀγωνία τους

 

ἀπὸ τὴ συλλογή
Η ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη τεντώνει τὰ λουλούδια της
οἱ βραδινὲς καμπάνες τὴν κραυγή τους
κι ἡ κάτασπρη κοπέλα μέσα στὰ γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα τὸ αἷμα
ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ πονέσανε
ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια ποὺ σφάχτηκαν
γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνα πύργος κατακόκκινος
μ᾿ ἕνα ρολόγι καὶ δυὸ μαύρους δεῖχτες
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα σύννεφο
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα ξίφος
τὸ σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τὰ γαρίφαλα
τὸ ξίφος θὰ θερίζει τὸ κορμί της

Ἀστεροσκοπεῖο

Διαρρῆχτες τοῦ ἥλιου
δὲν εἶδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δὲν ἄγγιξαν φλογισμένο στόμα
δὲν ξέρουν τί χρῶμα ἔχει ὁ οὐρανὸς

Σὲ σκοτεινὰ δωμάτια κλεισμένοι
δὲν ξέρουν ἂν θὰ πεθάνουν
παραμονεύουν
μὲ μαῦρες μάσκες καὶ βαριὰ τηλεσκόπια
μὲ τ᾿ ἄστρα στὴν τσέπη τους βρωμισμένα μὲ ψίχουλα
μὲ τὶς πέτρες τῶν δειλῶν στὰ χέρια
παραμονεύουν σ᾿ ἄλλους πλανῆτες τὸ φῶς

Νὰ πεθάνουν

Νὰ κριθεῖ κάθε Ἄνοιξη ἀπὸ τὴ χαρά της
ἀπὸ τὸ χρῶμα του τὸ κάθε λουλούδι
ἀπὸ τὸ χάδι του τὸ κάθε χέρι
ἀπ᾿ τ᾿ ἀνατρίχιασμά του τὸ κάθε φιλὶ

Τὰ δῶρα

Σήμερα φόρεσα ἕνα
ζεστὸ κόκκινο αἷμα
σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν
μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε
ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι
ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό

Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής

Ὁ βυθός

Ἕνας ναύτης ψηλὰ
στὰ κάτασπρα ντυμένος
τρέχει μέσ᾿ στὸ φεγγάρι

Κι ἡ κοπέλα ἀπ᾿ τὴ γῆς
μὲ τὰ κόκκινα μάτια
λέει ἕνα τραγούδι
ποὺ δὲ φτάνει ὡς τὸ ναύτη

Φτάνει ὡς τὸ λιμάνι
φτάνει ὡς τὸ καράβι
φτάνει ὡς τὰ κατάρτια

Μὰ δὲ φτάνει ψηλὰ στὸ φεγγάρι

Ὀρυχεῖο

Σοῦ γράφω γεμάτη τρόμο μέσα ἀπὸ μιὰ στοὰ
νυχτερινὴ
φωτισμένη ἀπὸ μίαν ἐλάχιστη λάμπα σὰ δαχτυλίθρα
ἕνα βαγόνι περνάει ἀπὸ πάνω μου προσεχτικὰ
ψάχνει τὶς ἀποστάσεις του μὴ μὲ χτυπήσει
ἐγὼ πάλι ἄλλοτε κάνω πῶς κοιμᾶμαι ἄλλοτε
πῶς μαντάρω ἕνα ζευγάρι κάλτσες παλιὲς
γιατί ἔχουν ὅλα γύρω μου παράξενα παλιώσει

Στὸ σπίτι
χτὲς
καθὼς ἄνοιξα τὴ ντουλάπα ἔσβησε γίνηκε
σκόνη μ᾿ ὅλα τὰ ροῦχα της μαζὶ
τὰ πιάτα σπάζουν μόλις κανεὶς τ᾿ ἀγγίξει
φοβᾶμαι κι ἔχω κρύψει τὰ πηρούνια καὶ τὰ
μαχαίρια
τὰ μαλλιά μου ἔχουν γίνει κάτι σὰ στουπὶ
τὸ στόμα μου ἄσπρισε καὶ μὲ πονάει
τὰ χέρια μου εἶναι πέτρινα
τὰ πόδια μου εἶναι ξύλινα
μὲ τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρὰ παιδιὰ
δὲν ξέρω πῶς γίνηκε καὶ μὲ φωνάζουν μ ά ν α

Θέλησα νὰ σοῦ γράψω γιὰ τὶς παλιές μας τὶς χαρὲς
ὅμως ἔχω ξεχάσει νὰ γράφω γιὰ πράγματα
χαρούμενα

Νὰ μὲ θυμᾶσαι

Ὁ οὐρανός

Πουλιὰ μαῦρες σαΐτες τῆς δύσκολης πίκρας
δὲν εἶν᾿ εὔκολο πράμα ν᾿ ἀγαπήσετε τὸν οὐρανὸ
πολὺ μάθατε νὰ λέτε πὼς εἶναι γαλάζιος
ξέρετε τὶς σπηλιές του τὸ δάσος τοὺς βράχους του;
ἔτσι καθὼς περνᾶτε φτερωτὲς σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τὴ σάρκα σας πάνω στὰ τζάμια του
κολλοῦν τὰ πούπουλά σας στὴν καρδιά του

Καὶ σὰν ἔρχεται ἡ νύχτα μὲ φόβο ἀπ᾿ τὰ δέντρα
κοιτᾶτε τ᾿ ἄσπρο μαντίλι τὸ φεγγάρι του
τὴ γυμνὴ παρθένα ποὺ οὐρλιάζει στὴν ἀγκαλιά του
τὸ στόμα τῆς γριᾶς μὲ τὰ σάπια τὰ δόντια του
τ᾿ ἄστρα μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ μὲ τοὺς χρυσοὺς σπάγγους
τὴν ἀστραπὴ τὸν κεραυνὸ τὴ βροχή του
τὴ μακριὰ ἡδονὴ τοῦ γαλαξία του

 

ἀπὸ τὴ συλλογή
ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ

Ἡ σκηνή

Ἀπάνω στὸ τραπέζι εἴχανε στήσει
ἕνα κεφάλι ἀπὸ πηλὸ
τοὺς τοίχους τοὺς εἶχαν στολίσει
μὲ λουλούδια
ἀπάνω στὸ κρεβάτι εἴχανε κόψει ἀπὸ χαρτὶ
δυὸ σώματα ἐρωτικὰ
στὸ πάτωμα τριγύριζαν φίδια
καὶ πεταλοῦδες
ἕνας μεγάλος σκύλος φύλαγε
στὴ γωνιά

Σπάγγοι διασχίζαν τὸ δωμάτιο ἀπ᾿ ὅλες
τὶς πλευρὲς
δὲ θά ῾ταν φρόνιμο κανεὶς
νὰ τοὺς τραβήξει
ἕνας ἀπὸ τοὺς σπόγγους ἔσπρωχνε τὰ σώματα
στὸν ἔρωτα

Ἡ δυστυχία ἀπ᾿ ἔξω
ἔγδερνε τὶς πόρτες

Ἡ νοσταλγία γυρίζει

Ἡ γυναίκα γδύθηκε καὶ ξάπλωσε στὸ
κρεβάτι
ἕνα φιλὶ ἀνοιγόκλεινε πάνω στὸ πάτωμα
οἱ ἄγριες μορφὲς μὲ τὰ μαχαίρια ἀρχίσαν
νὰ ξεπροβάλλουν στὸ ταβάνι
στὸν τοῖχο κρεμασμένο ἕνα πουλὶ πνίγηκε
κι ἔσβησε
ἕνα κερὶ ἔγειρε κι ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ καντηλέρι
ἔξω ἀκούγονταν κλάματα καὶ ποδοβολητά

Ἄνοιξαν τὰ παράθυρα μπῆκε ἕνα χέρι
ἔπειτα μπῆκε τὸ φεγγάρι
ἀγκάλιασε τὴ γυναίκα καὶ κοιμήθηκαν μαζὶ

Ὅλο τὸ βράδυ ἀκουγόταν μιὰ φωνή:

Οἱ μέρες περνοῦν
τὸ χιόνι μένει

 

ἀπὸ τὴ συλλογή
ΟΤΑΝ ΣΑΣ ΜΙΛΩ

Ἡ πηγή

Φεγγάρι πεθαμένο μου
γιὰ ξαναβγὲς καὶ πάλι
θέλω νὰ δῶ τὸ αἷμα σου
δὲν ἔκαιγες λυχνάρι
φώτιζες
τὸ φοβισμένο πρόσωπο
θέλω νὰ δῶ
τὸ φοβισμένο πρόσωπο
τώρα
πάλι καὶ πάλι
τότε
ὅλο τὸ σῶμα μου ἦταν
μιὰ πληγὴ
φεγγάρι
μιὰ πηγὴ
καὶ φώτιζε
τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι

Φεγγάρι πεθαμένο μου
θέλω νὰ δῶ τὸ αἷμα σου
τώρα
πάλι καὶ πάλι

 

ἀπὸ τὴ συλλογή
ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ Ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ
(1958)

Τὸ μαρτύριο

Μοσχοβολοῦσε τὸ φεγγάρι
σκύλοι μ᾿ ἄσπρα λουλούδια στὸ κεφάλι
περνούσανε στὸ δρόμο ἐκστατικοὶ
κι ὁ δρόμος κάτω ἔφεγγε ἀπὸ κρύσταλλο
καὶ μέσα φαίνονταν
τὰ σφυριὰ καὶ τὰ μαχαίρια

Μέσα στὰ χέρια μου ἔσπασα τὸ κρύσταλλο

Καὶ τότε εἶδα τὸ κόκκινο τὸ σύννεφο
νὰ μεγαλώνει ν᾿ ἀνάβει τὴν καρδιά μου
καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ γκρίζο σὰν καπνὸς
ν᾿ ἀδειάζει ἀπὸ μέσα μου νὰ φεύγει

Ἡ Μαρία

Ἡ Μαρία σκεφτικὴ ἔβγαζε τὶς κάλτσες της
Ἀπὸ τὸ σῶμα της ἔβγαιναν
φωνὲς ἄλλων ἀνθρώπων
ἑνὸς στρατιώτη ποὺ μιλοῦσε σὰν ἕνα πουλὶ
ἑνὸς ἀρρώστου ποὺ εἶχε πεθάνει ἀπὸ πόνους προβάτων
καὶ τὸ κλάμα τῆς μικρῆς ἀνεψιᾶς τῆς Μαρίας
ποὺ αὐτὲς τὶς μέρες εἶχε γεννηθεῖ

Ἡ Μαρία ἔκλαιγε ἔκλαιγε
τώρα ἡ Μαρία γελοῦσε
ἅπλωνε τὰ χέρια της τὸ βράδυ
ἔμενε μὲ τὰ πόδια ἀνοιχτὰ

Ὕστερα σκοτείνιαζαν τὰ μάτια της
μαῦρα μαῦρα θολὰ σκοτείνιαζαν

Τὸ ραδιόφωνο ἔπαιζε
Ἡ Μαρία ἔκλαιγε
Ἡ Μαρία ἔκλαιγε
τὸ ραδιόφωνο ἔπαιζε

Τότε ἡ Μαρία
σιγὰ-σιγὰ ἄνοιγε τὰ χέρια της
ἄρχιζε νὰ πετάει
γύρω-γύρω στὸ δωμάτιο

Τὸ ἀεροπλάνο

Δὲν ἀγαπῶ τὸ ἀεροπλάνο
πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό
ἡ ὡραία γυναίκα ἀγαπάει τὴν πίσσα
πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό

Ἡ γυναίκα στάθηκε στὴ Μεγάλη Πόρτα
πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό
τὸ παιδὶ ἀπ᾿ τὸ Στενὸ Παράθυρο βγῆκε
κι ἔμεινε μετέωρο στὸ Κενό

Τέλειωσε τέλειωσε τὸ ἑκτόπλασμά μου
πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό
δὲ θὰ σᾶς ταράζω πιὰ μὲ τὰ ὄνειρά μου
πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό

Οὔτε ὅμως θὰ μὲ ξεσκίζετε μὲ τὰ σύρματά σας
πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό
δὲν ἀγαπῶ τὸ ἀεροπλάνο
πάντα θά ῾χουμε ἀνάγκη ἀπὸ οὐρανό

Ὁ τρελὸς λαγός

Γύριζε στοὺς δρόμους ὁ τρελὸς λαγὸς
γύριζε στοὺς δρόμους
ξέφευγε ἀπ᾿ τὰ σύρματα ὁ τρελὸς λαγὸς
ἔπεφτε στὶς λάσπες

Φέγγαν τὰ χαράματα ὁ τρελὸς λαγὸς
ἄνοιγε ἡ νύχτα
στάζαν αἷμα οἱ καρδιὲς
ὁ τρελὸς λαγὸς
ἔφεγγε ὁ κόσμος

Βούρκωναν τὰ μάτια του ὁ τρελὸς λαγὸς
πρήσκονταν ἡ γλώσσα
βόγγαε μαῦρο ἔντομο ὁ τρελὸς λαγὸς
θάνατος στὸ στόμα

Συμπέρασμα

Ἡ γάτα ἦρθε σὰ φωνὴ ἀπὸ ἕναν ὁρίζοντα φοβισμένο
ἔβρεχε καὶ πρησμένα ὄνειρα βογγοῦσαν ὀληνύχτα
τὸ πρωὶ ὁ ἄνθρωπος πλύθηκε καὶ ξυρίστηκε
ὅπως πάντα
καὶ γύρω του χτυποῦσαν τὰ σφυριὰ ὅπως πάντα
στὸ δρόμο καθὼς ἔβγαινε ἀπάντησε μίαν ἁγία
ντυμένη στὰ βυσσινιὰ
εἶχε πεθάνει πάνω στὸν τροχὸ πρὶν ἀπὸ
ἑκατοντάδες χρόνια
ὁ γαλατᾶς τὸν εἶδε καὶ τὸν χαιρέτησε
ἔπειτα τὸν χαιρέτησε ὁ ταχυδρόμος
κι ὕστερα τί ν᾿ ἀπόγινε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος
τὰ ροῦχα του κυκλοφόρησαν σ᾿ ἐφημερίδες
τὸ ἕνα του μάτι τὸ κρατοῦσε κι ἔπαιζε
ἕνα μικρὸ κορίτσι
μαῦρα αὐτοκίνητα μεταφέραν τὰ κομμένα
μέλη του
καὶ ἡ καρδιά του ἀερόστατο γελοῦσε στὸ κενό

Ὁ στρατιώτης ποιητής

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου

Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο
μέσα στὸ φόβο
πέρασε ἡ ζωή μου

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα
καρφώνω

 

ἀπὸ τὴ συλλογή
Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Τοπίο

-Ἕνα κορίτσι πνίγεται μέσα στὸ μαῦρο
ἐγὼ ἀνεβαίνω σ᾿ ἕναν ἄσπρο οὐρανό

Μέσα στὸν ἔρημο χιονιὰ
ἕνας παπὰς κατάμαυρος μέσα στὴν παγωνιὰ
λίγα μαῦρα πουλιὰ σ᾿ ἕνα κλαδὶ
κι ἕνα μόνο λουλούδι
καὶ μιὰ φωνή:

-Ἐγὼ ἀνεβαίνω σ᾿ ἕναν ἄσπρο οὐρανὸ
μέσα στὸ μαῦρο πνίγεται ἕνα κορίτσι

Τὸ πρωὶ καὶ τὸ βράδυ

Τὸ πρωὶ
βλέπεις τὸ θάνατο
νὰ κοιτάζει ἀπ᾿ τὸ παράθυρο
τὸν κῆπο
τὸ σκληρὸ πουλὶ
καὶ τὴν ἥσυχη γάτα
πάνω στὸ κλαδὶ

ἔξω στὸ δρόμο
περνάει
τ᾿ αὐτοκίνητο-φάντασμα
ὁ ὑποθετικὸς σωφὲρ
ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ σκούπα
τὰ χρυ



σὰ δόντια
γελάει
καὶ τὸ βράδυ
στὸν κινηματογράφο
βλέπεις
ὅ,τι δὲν εἶδες τὸ πρωὶ
τὸ χαρούμενο κηπουρὸ
τὸ ἀληθινὸ αὐτοκίνητο
τὰ φιλιὰ μὲ τὸ ἀληθινὸ ζευγάρι

ὅτι δὲν ἀγαπάει τὸ θάνατο
ὁ κινηματογράφος

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

  Παράτα τα Νικόλας Άσιμος ‧ 1978 Παράτα το σχολειό παράτα αυτό το χάλι Να είσ αφεντικό του εαυτού σου πάλι Παράτα τα θρανία και τ αμφιθέατ...